ΓΕΝΗ ΚΑΙ ΕΙΔΗ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ

Περικλής Πολίτης
Εισαγωγή

2.1.1 Εισαγωγή
Η συστηματική μελέτη του κειμένου ή του λόγου [discourse] (συνεχούς, δηλαδή μονολογικού, ή συνομιλιακού), που αποτελούν γλωσσικές οντότητες υψηλότερου επιπέδου από αυτό της πρότασης, ξεκινά από τον προσδιορισμό της ιδιαίτερης φύσης τους, δηλαδή του “υλικού” μέσου ή καναλιού με το οποίο μεταφέρεται από τον συγγραφέα/ ομιλητή στον αναγνώστη/ ακροατή ένα “μήνυμα”. Οι συμβάσεις και οι περιορισμοί του γραψίματος (είτε σε χαρτί είτε στην οθόνη του υπολογιστή) είναι -μαζί με άλλους- παράγοντες διαμορφωτικοί της παραγωγής αλλά και της ερμηνείας του κειμένου, ενώ ανάλογες συμβάσεις και “κανόνες” είναι ρυθμιστικοί παράγοντες του (συνομιλιακού κυρίως) λόγου. Αλλά το γράψιμο και η ομιλία είναι μόνο γενικές κατηγορίες περιγραφής του κειμένου/ λόγου και δεν επαρκούν για μια λεπτομερή διερεύνησή τους.

Συμπληρωματικά, πρέπει να εξετάσει κανείς τις κοινωνικές ή επαγγελματικές ταυτότητες (σε μια συνομιλία γιατρού-ασθενούς, για παράδειγμα, ή σε μια συνέντευξη υπουργού σε δημοσιογράφο ή, ακόμη, σε ένα αυτοβιογραφικό σημείωμα) και τους συνομιλιακούς ρόλους (ας πούμε, ποιος ζητά και ποιος παρέχει μια πληροφορία ή ποιος δίνει και ποιος αποδέχεται ή εκτελεί μιαν εντολή), ταυτότητες και ρόλους που αποδίδουμε στον παραγωγό και τον αποδέκτη ενός “μηνύματος” προφορικού ή γραπτού. Έχει σημασία, λοιπόν, να δούμε ποιος μιλά σε ποιον/ ποιους (ή ποιοι μιλούν σε ποιον/ ποιους) και ποιος γράφει σε ποιον/ ποιους (ή ποιοι γράφουν σε ποιον/ ποιους). Ούτε, όμως, η μελέτη των βασικών συντελεστών μιας επικοινωνιακής δραστηριότητας μας εξασφαλίζει τις αναγκαίες πληροφορίες για τη σύσταση και το περιεχόμενο ενός κειμένου ή λόγου.

Επιπρόσθετα, μπορούμε να μελετήσουμε και την καταστασιακή και πολιτισμική “συνθήκη” που σημαδεύει ένα κείμενο/ λόγο. Ο χώρος και ο χρόνος παραγωγής και πρόσληψης/ ανάγνωσης του λόγου, το θεσμικό ή άτυπο πλαίσιό του, δηλαδή το πόσο προσωπική και οικεία, ή απρόσωπη και ανοίκεια είναι η σχέση ανάμεσα στους συντελεστές ενός “συμβάντος λόγου”, καθώς επίσης και τα πολιτισμικά χαρακτηριστικά του πομπού και του δέκτη, αλλά και οι γνωστικές, συναισθηματικές και άλλες προϋποθέσεις που συνοδεύουν τη “σύνταξη” και ερμηνεία του κειμένου/ λόγου , είναι ορισμένοι από τους εξωγλωσσικούς παράγοντες που υποχρεωτικά ενσωματώνονται σ’ αυτό.

Το κείμενο/ λόγος ως διαμορφωμένο γλωσσικό προϊόν (όπως είναι η περίπτωση του προσχεδιασμένου γραπτού λόγου) ή σε εξέλιξη γλωσσικό προϊόν (όπως είναι η περίπτωση του απροσχεδίαστου συνομιλιακού λόγου) μελετάται κατά βάση με κριτήριο το είδος της πραγματικότητας -αν μπορούμε να το πούμε έτσι- που αναπαριστά. Η απάντηση στο ερώτημα “ποιο είναι τοαντικείμενο ενός κειμένου ή λόγου”, δηλαδή η απάντηση στο ερώτημα για το “τι” ενός κειμένου ή λόγου (σε αντιδιαστολή προς το “γιατί”, τον σκοπό του, που συνδέεται με το γραμματειακό τουείδος, όπως θα δούμε στη συνέχεια), μας οδηγεί στην επικράτεια των τρόπων ή γενών του λόγου. Επειδή κάθε γλωσσική χρήση που εκτυλίσσεται στο πλαίσιο της ανθρώπινης διεπίδρασης ανακλά αναπόφευκτα τη φυσική και κοινωνική πραγματικότητα, η φύση της πραγματικότητας ή, μάλλον, ο τρόπος με τον οποίο το υποκείμενο (ομιλητής/ συγγραφέας) την αντιλαμβάνεται, μπορεί να αποτελέσει κριτήριο ταξινόμησης των γενών του λόγου, δηλαδή των τρόπων γλωσσικής αναπαράστασης του πραγματικού. Με την εμπειρική σύλληψη και απόδοση της πραγματικότητας συνδέονται κατεξοχήν η περιγραφή και ηαφήγηση, ενώ με τη νοητική επεξεργασία της ηεπιχειρηματολογία (αιτιολόγηση/ αξιολόγηση) (Kinneavy 1971).

http://www.greek-language.gr/greekLang/studies/discourse/2_1_1/index.html

Περικλής Πολίτης
Περιγραφή

Αντικείµενο των περιγραφικών κειµένων είναι η γλωσσική αναπαράσταση (και ταυτόχρονα η ένταξη µέσα στο οργανικό τους περιβάλλον) αντικειµένων, φαινοµένων ή καταστάσεων πραγµάτων, δηλαδή οντοτήτων µε σχετικά σταθερή ταυτότητα και σύσταση, τις οποίες αντιλαµβανόµαστε καταρχήν µέσω της εµπειρίας, τις επεξεργαζόµαστε νοητικά και εν τέλει επιδιώκουµε (για ποικίλους λόγους, όπως η ενηµέρωση ή γνωστοποίηση, η µεθοδική πληροφόρηση, η επιστηµονική διερεύνηση, η πειθώ κ.ά.) να τις απεικονίσουµε για λογαριασµό του ακροατή ή του αναγνώστη µας. Η περιγραφή είναι “τέχνη” του χώρου και απαντά σε ερωτήµατα του τύπου τι είναι το Χ αντικείµενο, φαινόµενο ή κατάσταση, ποια είναι τα στοιχεία που το συγκροτούν, πώς οργανώνεται στον χώρο, ποια µέθοδο ακολουθεί η οργάνωσή του. [1]

2.1.2.1 Μορφές της περιγραφής
Μπορεί να διακρίνει κανείς δύο είδη περιγραφής ανάλογα µε τον βαθµό εµπλοκής σ’ αυτήν του οµιλητή /συγγραφέα (και ανεξάρτητα από την αυθεντικότητα ή την πλαστότητά της): την αντικειµενική και την υποκειµενική περιγραφή. Στην αντικειµενική περιγραφή, που προσιδιάζει σε κείµενα πληροφοριακά (λήµµατα εγκυκλοπαιδειών, τεχνικά εγχειρίδια, ρεπορτάζ, δελτία καιρού κ.ά.) και επιστηµονικά (περιγραφές οργάνων µέτρησης, ιστορικών τεκµηρίων, ταξινοµήσεις πετρωµάτων, ανατοµικές περιγραφές οργανισµών κ.ά.), η αναπαράσταση γίνεται µε τρόπο που αντιστοιχεί στα πράγµατα. Ο γράφων ή ο οµιλητής αποφεύγει να αναµειχθεί προσωπικά ή να υποδηλώσει τη στάση του απέναντι σε αυτό που περιγράφεται, γεγονός που εξηγεί και την κυριαρχία του τρίτου ρηµατικού προσώπου, του προσώπου που εξαφανίζει το υποκείµενο από το προσκήνιο του λόγου, προκειµένου να αναδειχθεί το αντικείµενο της περιγραφής. Το κείµενό του καταγράφει και αναπαράγει µιαν “αληθινή” (στην πραγµατικότητα, µιαν αληθοφανή) φέτα ζωής, αποκλείοντας σχεδόν τη διατύπωση γνωµών ή την έκφραση συναισθηµάτων. Ακολουθεί παράδειγµα αντικειµενικής περιγραφής (δελτίο πρόγνωσης του καιρού), όπου είναι ευδιάκριτα τα ‘’σήµατα’’ της αναπαραστατικότητας (χρήση τρίτου προσώπου, παθητική σύνταξη, δείξη του χώρου και του χρόνου, χρήση επιστηµονικών όρων, απουσία µεταφορικής γλώσσας):

Αβαθές βαροµετρικό χαµηλό στην Κρήτη κινείται ανατολικά. Ψυχρό µέτωπο στη Ν. Ιταλία κινείται αργά προς την περιοχή µας και θα επηρεάσει αύριο τη ∆υτική, Κεντρική και Βόρεια Ελλάδα. Τοπικές οµίχλες θα σηµειωθούν κυρίως στα ηπειρωτικά. Υψηλές θερµοκρασίες σχεδόν σε όλη τη χώρα.

Στην υποκειµενική περιγραφή, που αφθονεί στη λογοτεχνία, οι λεπτοµέρειες που επιλέγονται συνυπάρχουν µε τα συναισθήµατα που ανακαλεί στον συγγραφέα το αντικείµενο της περιγραφής και γι’ αυτό είναι συχνά επίµονη η παρουσία του πρώτου ρηµατικού προσώπου, του προσώπου που εισάγει στον λόγο τη διάσταση της γλωσσικής υποκειµενικότητας. Στο απόσπασµα που ακολουθεί από τη Ζωή εν τάφω του Στράτη Μυριβήλη (Κείµενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Α΄ Λυκείου, ΟΕ∆Β 1981), µέσα από µιαν ανθρωποποιητική µεταφορά, ο συγγραφέας προβάλλει πάνω στο περιγραφόµενο αντικείµενο, µια παπαρούνα, τα συναισθήµατα που του ανακαλεί:

Ήταν ένα λουλούδι εκεί! Συλλογίσου. ‘Ενα λουλούδι είχε φυτρώσει εκεί µέσα στους σαπρακιασµένους γεώσακους. Και µου φανερώθηκε έτσι ξαφνικά τούτη τη νύχτα που ’ναι γιοµάτη θάµατα. Απόµεινα να το βλέπω σχεδόν τροµαγµένος. Τ’ άγγισα µε χτυποκάρδι, όπως αγγίζεις ένα βρέφος στο µάγουλο. Είναι µια παπαρούνα. Μια τόσο δα µεγάλη, καλοθρεµµένη παπαρούνα, ανοιγµένη σαν µικρή βελουδένια φούχτα. Αν µπορούσε να τη χαρεί κανένας µέσα στο φως του ήλιου, θα ’βλεπε πως ήταν άλικη, µ’ έναν µαύρο σταυρό στην καρδιά, µε µια τούφα µαβιές βλεφαρίδες στη µέση. Είναι καλοθρεµµένο λουλούδι, γεµάτο χαρά, χρώµατα και γεροσύνη. Το τσουνί του είναι ντούρο και χνουδάτο. ‘Εχει κι ένα κόµπο που δεν άνοιξε ακόµα. Κάθεται κλεισµένος σφιχτά µέσα στην πράσινη φασκιά του και περιµένει την ώρα του. Μα δεν θ’ αργήσει ν’ ανοίξει κι αυτός. Και θα ’ναι δυο λουλούδια τότες! ∆υο λουλούδια µέσα στο περιβόλι του Θανάτου. Αιστάνουµαι συγκινηµένος ξαφνικά ως τα κατάβαθα της ψυχής.

Περιττό να τονιστεί ότι τα δύο αυτά είδη περιγραφής συνιστούν τάσεις µάλλον παρά ξεχωριστές οντότητες, γι’ αυτό και “αναµειγνύονται”, όταν οι επικοινωνιακές ανάγκες το απαιτούν (π.χ. σε ένα λογοτεχνικό δοκίµιο, που δεν είναι καθαρά πληροφοριακό είδος λόγου και όπου η περιγραφή µπορεί να είναι κατάστικτη από τα ίχνη του υποκειµένου). Στη µικρή περικοπή που παραθέτουµε από το δοκίµιο του Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου Το πρόσωπο της πολιτείας η περιγραφή ενός τόπου συναντάται µε τα σχόλια του συγγραφέα που την εµβαπτίζουν στην υποκειµενικότητα:

Η Αυστρία είναι µια χώρα γεµάτη γεράνια. Οι κήποι, οι εξώστες, τα περβάζια ανθοβολούν -κόκκινα γεράνια µε ζωντανό πράσινο φύλλο. ‘Οσο δυστυχής κι αν είσαι, εκείνα τα γεράνια µιλούν στην καρδιά σου, ανακουφίζουν, παρηγορούν, στο τέλος κάπως λυτρώνουν.

2.1.2.2. Γνωστικά εργαλεία της περιγραφής
Τα περιγραφικά κείµενα αφθονούν σε εννοιολογικές συσχετίσεις ονοµάτων και επιθέτων, που αποδίδουν µορφικές ή συστατικές ιδιότητες στα περιγραφόµενα αντικείµενα, φαινόµενα ή καταστάσεις πραγµάτων. ‘Αλλοτε τους αποδίδονται χαρακτηριστικές ή/και διαφοροποιητικές ιδιότητες (π.χ. τα θεσµικά χαρακτηριστικά ενός εκπαιδευτικού συστήµατος), άλλοτε προσωρινές µάλλον παρά διακριτικές ιδιότητες (π.χ. τα χαρακτηριστικά ενός συγκεκριµένου εκπαιδευτικού συστήµατος σε µια δεδοµένη ιστορική στιγµή), ενώ άλλοτε αναπαριστώνται ως στοιχεία συνόλων (π.χ. η ελληνική εκπαίδευση ως παράδειγµα του δασκαλοκεντρικού µοντέλου εκπαίδευσης) ή ως υποσύνολα µιας υπέρτερης κλάσης, που έχουν πιο “στενά” γνωρίσµατα (π.χ. οι ιδιαιτερότητες της ελληνικής εκπαίδευσης στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής εκπαίδευσης). Τέλος, περιγραφή µπορεί να γίνει και µε τη βοήθεια σύγκρισης/ αντίθεσης ή αναλογίας, οπότε το περιγραφόµενο αντιπαραβάλλεται προς αντικείµενο, φαινόµενο ή κατάσταση, που κατά τεκµήριο µας είναι γνωστά. ‘Ετσι, το περιγραφόµενο εντάσσεται σε υπέρτερη κλάση αντικειµένων. Στο παράδειγµα που ακολουθεί (από το βιβλίο της Β. Κ. Γκιζελή Απλά Μαθήµατα Κοινωνιολογίας, Γ΄ Λυκείου, ΟΕ∆Β 1993) είναι υπογραµµισµένες οι ονοµατικές φράσεις που περιγράφουν µορφικές ή δοµικές ιδιότητες των εκπαιδευτικών θεσµών:

Οι εκπαιδευτικοί θεσµοί αποσκοπούν καταρχήν στην πνευµατική, ηθική και κοινωνική ολοκλήρωση των νέων ατόµων, µέσα από τη συστηµατική παροχή γνώσεων και την κοινωνικοποίησή τους. Με την πρωτοβάθµια και τη δευτεροβάθµια εκπαίδευση, γενική και τεχνική, µε δοµές αλλού υποχρεωτικές και αλλού προαιρετικές, οι θεσµοί αυτοί διασφαλίζουν την ένταξη των νέων στην ενεργό ζωή και τους προετοιµάζουν για τον επαγγελµατικό ή τον επιστηµονικό χώρο. Ο θεσµός της προσχολικής αγωγής των νηπίων ολοένα και περισσότερο διευρύνεται, ενώ έχει γίνει βαθιά πεποίθηση και σχεδόν συνήθεια της καθηµερινής µας ζωής το αίτηµα του εκσυγχρονισµού και της αναβάθµισης της τριτοβάθµιας εκπαίδευσης. Η τριτοβάθµια εκπαίδευση, ανωτάτη και ανωτέρα, επιτυγχάνει τη µετάδοση της επιστηµονικής γνώσης, η πρώτη σε θεωρητικό επίπεδο, και η δεύτερη στο επίπεδο των εφαρµογών. Συνεπώς, και οι δυο αποτελούν τον βασικό φορέα ανάπτυξης του τόπου.

2.1.2.3. Tο οργανωτικό πρότυπο της περιγραφής
Το συνηθέστερο οργανωτικό µοντέλο µιας ολοκληρωµένης περιγραφής είναι ο λεγόµενος σκελετός. Σκελετός είναι το δοµικό σχήµα που περιλαµβάνει γνωστές και άγνωστες (στον αποδέκτη) πληροφορίες για µια κεντρική έννοια, την περιγραφόµενη. Οι σκελετοί δείχνουν γενικά ποια στοιχεία βρίσκονται σε συµπαράθεση, δεν δείχνουν µε ποια σειρά θα γίνουν τα πράγµατα ή µε ποια σειρά αναφέρθηκαν πράγµατα που έγιναν. Κι αυτό, γιατί η περιγραφή είναι “στατικός”, “φωτογραφικός” τύπος απεικόνισης του πραγµατικού, σε αντιδιαστολή προς την αφήγηση, που είναι “δυναµικός” τύπος. Η περιγραφή αποδίδει το “είναι”, ενώ η αφήγηση το “γίγνεσθαι” της φυσικής/ κοινωνικής πραγµατικότητας.

Η περιγραφή, ως “τέχνη του χώρου”, αναπαριστά τα πράγµατα µέσα σε ένα πλαίσιο πραγµατικού (φυσικού, γεωγραφικού) ή συµβολικού (κοινωνικού) χώρου. Η “κάµερα” της περιγραφής εκτελεί συνήθως τρεις κινήσεις: προσεγγίζει το αντικείµενο, εστιάζει πάνω στο αντικείµενο και επιλέγει λεπτοµέρειές του. Οι κινήσεις αυτές αντιστοιχούν σε λογικά βήµατα: την κατηγοριοποίηση του αντικειµένου (σε ποια λογική κλάση ανήκει), την υποκατηγοριοποίησή του (ποια άλλα οµοειδή ανήκουν στην κλάση αυτή) και την περιγραφή καθεαυτήν (τα γνωρίσµατα που διαφοροποιούν το αντικείµενο από τα οµοειδή του). Η επιλογή των λεπτοµερειών και η οργάνωσή τους καθορίζονται από την πρόθεση του συγγραφέα/ οµιλητή και την επικοινωνιακή περίσταση. Για παράδειγµα, η περιγραφή από µια ξεναγό σε µια οµάδα τουριστών ενός αρχαίου ναού περιλαµβάνει στοιχειώδεις λεπτοµέρειες σε σύγκριση µε τις λεπτοµέρειες που δίνει ο ανασκαφέας−αρχαιολόγος, όταν σε διεθνές επιστηµονικό περιοδικό ανακοινώνει την ανακάλυψη του ναού και τον περιγράφει διεξοδικά. Τέλος, όταν η περιγραφή γίνεται στον πραγµατικό χώρο, το σύνηθες οργανωτικό πρότυπο για τις λεπτοµέρειες είναι αυτό της χωρικής ακολουθίας (από πάνω προς τα κάτω, από δεξιά προς τα αριστερά κ.ά.), και όταν η περιγραφή γίνεται σε συµβολικό χώρο, προτιµάται το οργανωτικό πρότυπο της λογικής ακολουθίας (από τα απλά στα σύνθετα, από τα λιγότερο στα περισσότερο σηµαντικά κ.ά.). Παραθέτουµε στη συνέχεια ένα δείγµα συστηµατικής περιγραφής δύο αρχαίων ειδωλίων, όπου ο συγγραφέας οργανώνει χωροθετικά τις πληροφορίες δηλώνοντας παράλληλα και τα µέρη της οργάνωσής της −από το βιβλίο των Λευτέρη Οικονόµου και Πέπης Ρηγοπούλου Σταθµοί στην ιστορία της ελληνικής τέχνης, Α΄ Τόµος, ΟΕ∆Β 1985):

Η µινωική γλυπτική δεν είναι τόσο γνωστή, όσο οι τοιχογραφίες της ίδιας εποχής που έγιναν στην Κρήτη ή τα ειδώλια των Κυκλάδων που µελετήσαµε προηγουµένως. Τα έργα που έφτασαν ως εµάς είναι εξάλλου µικρά στο µέγεθος και λιγοστά. Αυτό ωστόσο δεν µειώνει ούτε την καλλιτεχνική αξία τους ούτε τη σηµασία τους για τον πολιτισµό στον οποίον ανήκουν.

Ας ξεκινήσουµε από µια αντιπαραβολή των ισταµένων γυναικείων και ανδρικών µορφών. Η µεγάλη θεά των όφεων (περίπου 1600 π.Χ.) και η µικρή θεά των όφεων (περίπου 1600-1580 π.Χ.) του Αρχαιολογικού Μουσείου του Ηρακλείου, είναι φτιαγµένες από χρωµατιστή φαγεντιανή (ψηµένο πηλό µε υάλωση). Το κάτω µέρος του κορµιού τους µοιάζει µε κόλουρο κώνο που η άνω -στενότατη- περιφέρεια συνιστά τη “δαχτυλιδένια” µέση της θεάς. Ο κορµός, λεπτός ως τον θώρακα, διευρύνεται προς τα πάνω όπου σχηµατίζεται το πλούσιο γυµνό στήθος, σηµάδι γονιµότητας αλλά ίσως και πιστή απόδοση ενός ευρύτερα διαδεδοµένου συρµού. Το κεφάλι έχει σχήµα καρδιάς ή ανεστραµµένου τριγώνου µε τα πελώρια καθηλωτικά µάτια, την ίσια µύτη και το σαρκώδες στόµα, ενώ τα χέρια απλώνονται στον χώρο µε αξιοπρόσεχτη τόλµη κρατώντας τα ιερά φίδια στον αέρα ή έχοντάς τα τυλιγµένα επάνω τους.

2.1.2.4. Η γλώσσα της περιγραφής
Αν ο όρος γλώσσα της περιγραφής ή περιγραφικό ύφος έχει κάποιο νόηµα, δεν µπορεί παρά να αναφέρεται σε γραµµατικά χαρακτηριστικά που απαντούν σε κάθε περιγραφικό κείµενο. Τα χαρακτηριστικά αυτά συγκεντρώνονται σε µια κυρίως λειτουργική κατηγορία, τους τροποποιητές. Αν τα περιγραφικά κατηγορήµατα αποδίδουν στα πράγµατα σταθερές ή προσωρινές ιδιότητες, τότε σε περιγραφικά κείµενα θα πρέπει να αφθονούν τροποποιητές ονοµατικών φράσεων (επίθετα) για τις σταθερές ιδιότητες και τροποποιητές ρηµατικών φράσεων (επιρρήµατα) για τις προσωρινές ιδιότητες των περιγραφοµένων. ‘Αλλα γραµµατικά γνωρίσµατα της περιγραφής θεωρούνται τόσο η κυριαρχία του ενεστώτα και της εξακολουθητικής ρηµατικής όψης (που δηλώνει την αχρονική διάρκεια), αφού η περιγραφή δεν εξαρτάται από τη διάσταση του χρόνου όπως η αφήγηση, όσο και η συχνή χρήση βοηθητικών ρηµάτων (κυρίως του είµαι) και ρηµάτων µε στοιχειώδη σηµασιολογικά χαρακτηριστικά (κυρίως του έχω), που κάνουν τις συνάψεις των προσδιορισµών µε αυτά που περιγράφονται. Γραµµατικά χαρακτηριστικά της περιγραφής µπορούµε να αναγνωρίσουµε εύκολα στην παρουσίαση (από το ανωτέρω εγχειρίδιο των Οικονόµου-Ρηγοπούλου) του χάλκινου ελικοειδούς κρατήρα του ∆ερβενιού, που βρίσκεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης:

Η επιβλητική γαλήνη που µαρτυρεί το ζεύγος της Αριάδνης και του ∆ιονύσου, ο οποίος µοιάζει να ανακλαδίζεται ατάραχος στο µέσο της τελετής των πιστών του, ισορροπεί µε την πολύ βιαιότερη κίνηση των µαινάδων που χορεύουν προς τιµήν του. Ακόµη, το κάλλος του θεού, της συζύγου του και των µαινάδων εξισορροπείται σοφά από τα προσωπεία των σατύρων, όπου όµως τα ζωώδη χαρακτηριστικά συνυπάρχουν µε ένα είδος έκστασης.

Πάντως, το ύφος συγκεκριµένων περιγραφικών κειµένων είναι απόρροια και άλλων παραγόντων: του είδους του λόγου και του βαθµού συµβατικότητάς του (σύγκρινε τον τρόπο περιγραφής ενός ακινήτου σε συµβολαιογραφικό κείµενο µε τον τρόπο που περιγράφουν το ίδιο αντικείµενο οι διεκδικητές του σε µια υπόθεση κληρονοµιάς), της περίστασης επικοινωνίας (σύγκρινε την περιγραφή ενός φορέµατος από την πωλήτρια ενός καταστήµατος στην πελάτισσα που ενδιαφέρεται να το αγοράσει και την περιγραφή του ίδιου φορέµατος από τον σχεδιαστή του σε εκποµπή τηλεοπτικού σταθµού για τη µόδα) ή της πρόθεσης του συγγραφέα/ οµιλητή (σύγκρινε µια καθαρά πληροφοριακή περιγραφή -τα τεχνικά γνωρίσµατα ενός αυτοκινήτου- µε µια περιγραφή στην υπηρεσία της πειθούς -γιατί συµφέρει να αγοράσει κανείς ένα αυτοκίνητο µε τέτοια τεχνικά χαρακτηριστικά).

[1] Κείµενο 1: De Baugrande, R. & W. Dressler. 1981. Introduction to Text Linguistics. Λονδίνο & Νέα Υόρκη: Longman, σελ. 184. © Longman

[…] Κάποιοι παραδοσιακά καθιερωµένοι τύποι κειµένων θα µπορούσαν να οριστούν µε λειτουργικά κριτήρια -δηλαδή, ανάλογα µε τη συµβολή τους στην ανθρώπινη διεπίδραση. Θα µπορούσαµε τουλάχιστον να αναγνωρίσουµε κάποιες κυριαρχίες, χωρίς όµως να φτάσουµε σε µια αυστηρή κατηγοριοποίηση για κάθε παράδειγµα που θα µπορούσαµε να σκεφτούµε. Περιγραφικά κείµενα θα είναι αυτά που χρησιµοποιούνται για να εµπλουτίσουν γνωστικούς χώρους των οποίων τα κέντρα ελέγχου είναι αντικείµενα ή καταστάσεις. Οι εννοιολογικές σχέσεις που θα κυριαρχούν θα αφορούν ιδιότητες, καταστάσεις, περιστάσεις και εξειδικεύσεις. Το επιφανειακό κείµενο θα πρέπει να αντανακλά µια αντίστοιχη πυκνότητα τροποποιητών. Η πιο συχνά εφαρµοζόµενη συνολική µορφή θα είναι το πλαίσιο […]. Αφηγηµατικά κείµενα, αντίθετα, θα είναι αυτά που χρησιµοποιούνται για τη διάταξη ενεργειών και συµβάντων σε µια συγκεκριµένη ακολουθία. Οι εννοιολογικές σχέσεις που θα εµφανίζονται εδώ πιο συχνά θα είναι η αιτία, ο λόγος, ο σκοπός, το µέσο και η χρονική εγγύτητα […]. Το επιφανειακό κείµενο θα αντανακλά µια αντίστοιχη πυκνότητα υποτάξεων. Η πιο συχνά εφαρµοζόµενη παγκόσµια συνολική µορφή θα ήταν το σχήµα […]. Επιχειρηµατολογικά κείµενα είναι αυτά που χρησιµοποιούνται για να προαχθεί η αποδοχή ή η αξιολόγηση κάποιων πεποιθήσεων ή ιδεών ως αληθών ή ψευδών, θετικών ή αρνητικών. Εννοιολογικές σχέσεις όπως λόγος, σηµασία, βούληση, αξία και αντίθεση θα είναι συχνές. Τα επιφανειακά κείµενα θα εµφανίζουν συχνά µηχανισµούς συνοχής για έµφαση και επιµονή, π.χ. επανάληψη, παραλληλία και παράφραση, όπως είδαµε στη ∆ιακήρυξη της Ανεξαρτησίας […]. Η πιο συχνά εφαρµοζόµενη παγκόσµια συνολική µορφή θα είναι το σχέδιο που οδηγεί στη δηµιουργία πεποίθησης […].

Μετάφραση Νίκος Γεωργίου

http://www.komvos.edu.gr/glwssa/logos_keimeno/2_1_2/Perigrafh_pdf.pdf

Περικλής Πολίτης
Αφήγηση
2.1.3 Αντικείμενο της αφήγησης, η εξιστόρηση
Αντικείμενο της αφήγησης είναι η εξιστόρηση, με μιαν ορισμένη σειρά, συμβάντων που μεταβάλλουν μια αρχική κατάσταση πραγμάτων ή ενεργειών, πράξεων που σκόπιμα διαπράττονται από τους “ήρωες” μιας ιστορίας. Είναι φανερό ότι η αφήγηση είναι “τέχνη” του χρόνου. Απαντά σε ερωτήματα του τύπου “πώς συνέβη το Χ” συνέβη το Χ” ή “πώς συμβαίνει, εκτυλίσσεται το Χ”
2.1.3.1 Μορφές της αφήγησης
Η αρχαία ρητορική -βλ. σχετικά τη γνωστή από τη λατινική γραμματεία πραγματεία, άγνωστου συγγραφέα, Rhetorica ad Herennium- διέκρινε τρεις τύπους αφήγησης: τη μυθώδη, την ιστορική και τη ρεαλιστική. Η μυθοπλαστική αφήγηση είναι συνδεδεμένη με τη λογοτεχνία, η οποία, ως γνωστόν, δεν αφηγείται το πραγματικό, ακόμη κι όταν διεκδικεί την αληθοφάνεια. Συστήνει έναν ολόκληρο καινούριο κόσμο προσώπων και καταστάσεων “από το μηδέν”. Χαρακτηριστικά παραδείγματα μυθοπλασίας είναι αφενός τα λαϊκά παραμύθια, προϊόντα συλλογικής επεξεργασίας και διαμορφωμένα μέσα στον χρόνο της “μεγάλης διάρκειας”, και αφετέρου οι αφηγήσεις της προσωπικής, δημιουργικής λογοτεχνίας, που επινοούνται στον χρόνο της “μικρής διάρκειας”, κερδίζουν όμως την εκτίμηση του αναγνωστικού κοινού με την πάροδο του χρόνου. Η ιστορική αφήγηση είναι εξιστόρηση γεγονότων του παρελθόντος. Η αφηγηματική ύλη, σύμφωνα και πάλι με την αρχαία ρητορική, οφείλει να κατανέμεται σε περιστατικά σύντομα, σαφή και επαληθεύσιμα από την εμπειρία. Επαληθεύσιμα είναι τα συμβάντα που έχουν γνωρίσματα σαν αυτά που συναντούμε στην πραγματική ζωή. Οι πράξεις, τα κίνητρα, ο χώρος και ο χρόνος μέσα στον οποίο κινούνται τα πρόσωπα μιας ιστορίας μιμούνται την αληθινή ζωή. Πρωτοτυπική περίπτωση ιστορικής αφήγησης αποτελεί η έκθεση γεγονότων στην ιστοριογραφία (ή η χρονογραφία), που χρησιμοποιούν την αφήγηση, για να ανασυστήσουν επιλεκτικά αλλά πειστικά τον κόσμο του παρελθόντος. Η ρεαλιστική αφήγηση διαφέρει από την ιστορική ως προς τον χρόνο των συμβάντων και την τεκμηρίωσή τους. Εξιστορούνται σύγχρονα του αφηγητή γεγονότα, γι’ αυτό και οι απαιτήσεις που ενδεχομένως έχει ο αναγνώστης/ ακροατής για τεκμηρίωσή τους είναι μεγαλύτερες. Ο ασύλληπτος όγκος των μικρών και μεγάλων “ιστοριών” που καθημερινά ανταλλάσσονται μεταξύ γνωστών και φίλων αποτελεί την πλέον αντιπροσωπευτική περίπτωση ρεαλιστικής αφήγησης αλλά και την πρώτη ύλη κάθε άλλης μορφής αφήγησης. Τέλος, χαρακτηριστική της εποχής μας εκδοχή τέτοιας αφήγησης είναι η ειδησεογραφία των μέσων μαζικής επικοινωνίας, που με την επικουρία της εικόνας αγωνιά να πείσει για την αλήθεια της.
2.1.3.4 Η γλώσσα της αφήγησης
Οι δείκτες υποτακτικής ή παρατακτικής χρονικής σύνδεσης είναι το βασικό γραμματικό γνώρισμα του αφηγηματικού ύφους [1]. Φυσικά, αυτό απορρέει από τις σημασιολογικές σχέσεις που συνδέουν τα συμβάντα μιας αφήγησης: τις σχέσεις αιτιότητας και τις σχέσεις χρονικής συνάφειας. Η αιτιότητα εκφράζεται με συνδέσμους ή συνδέτες όπως επειδή, αφού, καθώς, ενώ, έτσι κλπ. Η χρονική συνάφεια εκφράζεται με χρονικά όπως ύστερα, μετά, πριν, εν τω μεταξύ, στη διάρκειακλπ. Ρηματική σκευή της αφήγησης είναι κανονικά ο αόριστος, αφού αυτός είναι ο χρόνος της ιστορίας, άρα και της διήγησης συμβάντων, και η συνοπτική ρηματική όψη, που προσφέρεται για την απόδοση ακολουθιών από συμβάντα και την επιτάχυνση του αφηγηματικού χρόνου. Ωστόσο, δεν λείπει από την αφήγηση και ο παρατατικός και η εξακολουθητική ρηματική όψη, όταν η ταχύτητα της αφήγησης είναι μικρή και μεγαλύτερη η διάρκεια των συμβάντων. Τέλος, ανάλογα με το στάδιο της αφήγησης κυριαρχούν ρήματα που δηλώνουν κίνηση, αλλαγή, επαφή, απομάκρυνση, αίτηση, παροχή και τα παρόμοια (“περιπέτεια”/ λύση) ή αντίληψη, κρίση, βούληση, συναισθήματα και τα παρόμοια (προσανατολισμός / αξιολόγηση), γιατί στην πρώτη περίπτωση αποδίδονται οι ενέργειες των “ηρώων”, ενώ στη δεύτερη τα σχόλια του αφηγητή για τη συμπεριφορά των “ηρώων. Παραθέτουμε απόσπασμα από τη Φόνισσα του Α. Παπαδιαμάντη (Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Γ΄ Λυκείου, ΟΕΔΒ 1983), υπογραμμίζοντας παράλληλα τους γλωσσικούς δείκτες της αφήγησης:
…μετ’ ολίγα λεπτά εσηκώθη, επήρε το καλάθι της κι έτρεξε τον κατήφορον.Τώρα πλέον επήγαινεν αποφασιστικώς εις τον Αϊ-Σώστην, εις το Ερημητήριον.Καιρός ήτο, αν εγλύτωνε, να εξαγορευθή τα κρίματά της εις τον γέροντα, τον ασκητήν. Εις ολίγα λεπτά της ώρας κατήλθε την ακτήν κι έφθασεν εις τα χαλίκια του αιγιαλού, εις την άμμον. Αντίκρυσε τον αλίκτυπον βράχον, επάνω εις τον οποίον εφαίνετο ο παλαιός ναϊσκος του Αγίου Σώζοντος. Ο λαιμός της άμμου, ο ενώνων τον μικρόν βράχον με την στερεάν, μόλις ανείχεν ένα δάκτυλον υπεράνω του κύματος. Τώρα ήρχιζε να γίνεται πλημμύρα. Η Φραγκογιαννού εστάθη κιεδίστασε (…) Αλλά την ιδίαν στιγμήν ήκουσε θόρυβον όχι μικρόν επί του κρημνού…
Όπως και στην περιγραφή, είναι αδύνατο να μελετήσει κανείς όλες τις παραμέτρους του αφηγηματικού ύφους, αν δεν συνυπολογίσει τα συμφραζόμενα του αφηγηματικού κειμένου. Το ρομαντικό μυθιστόρημα, η επιστημονική φαντασία, η βιογραφία και η ανεκδοτολογία είναι είδη αφηγηματικού λόγου με τα συμβατικά υφολογικά χαρακτηριστικά του το καθένα. Η εμπειρία του αφηγητή, το μέγεθος του ακροατηρίου και η φύση της αφήγησης (προφορική/ γραπτή) είναι κι αυτοί παράγοντες που διαμορφώνουν το ύφος. Τέλος, η πρόθεση του αφηγητή (να εκμυστηρευθεί, να πληροφορήσει αντικειμενικά, να αναλύσει, να πείσει κλπ.) καθορίζει αποφασιστικά το ιδιαίτερο ύφος μιας αφήγησης.
Ολόκληρο το κείμενο μπορείτε να το διαβάσετε εδώ

Περικλής Πολίτης
Επιχειρηματολογία
2.1.4 Επιχειρηματολογία
2.1.4.4 Η γλώσσα της επιχειρηματολογίας
Υπάρχει άραγε “ύφος επιχειρηματολογίας”; Το ερώτημα νομιμοποιείται όπως και στην περίπτωση των άλλων γενών λόγου. Η εκτεταμένη έρευνα πάνω στο ύφος κειμένων επιχειρηματολογίας (που, ως γνωστόν, ξεκινά από τον Αριστοτέλη) επισημαίνει γενικά την επίμονη παρουσία ρητορικών ερωτήσεων, ιδιαίτερα στη συνομιλιακή διαπραγμάτευση μιας θέσης, αλλά και σχημάτων λόγου που έχουν σχέση με αλλαγές στη συνήθη σειρά των όρων της πρότασης: της επανεμφάνισης (αυτολεξεί επανάληψη στοιχείων ή δομών), της μερικής επανεμφάνισης (μετατροπή σε άλλη γραμματική κατηγορία στοιχείων που έχουν ήδη χρησιμοποιηθεί), του παραλληλισμού (επανάληψη μιας δομής αλλά και εμπλουτισμός της με καινούργια στοιχεία), της παράφρασης (επανάληψη ενός περιεχομένου, αλλά απόδοσή του με διαφορετικές εκφράσεις) ή της έλλειψης (επανάληψη μιας δομής και του περιεχομένου της, αλλά με παράλειψη μερικών από τις εκφράσεις της επιφανειακής δομής).

Άλλα γραμματικά γνωρίσματα της επιχειρηματολογίας είναι η εκτεταμένη χρήση λογικών συνδέσμων (και, αλλά, ούτε, ή κ.ά.) και συνδετών (για παράδειγμα, στην πραγματικότητα, βέβαια,φυσικά, επίσης, αντίθετα, τελικά, έτσι, λοιπόν, συνεπώς κλπ.), που υποδηλώνουν τις ομόλογες σημασιολογικές σχέσεις ανάμεσα στα περιεχόμενα των προτάσεων, η έντονη παρουσία της επιστημικής τροπικότητας (μορφών πιθανολόγησης: μπορεί, είναι δυνατόν, ενδέχεται, ίσως,νομίζω, πιστεύω, υποθέτω, κατά τη γνώμη μου, για μένα, έχω την αίσθηση κλπ.), που χαρακτηρίζει περισσότερο τη γνωσιακού τύπου επιχειρηματολογία και εξυπηρετεί την πιο αποτελεσματική (δηλαδή, πιο “διπλωματική”) προώθηση μιας επίμαχης θέσης ή μιας αντίρρησης, επίσης η παρουσία της δεοντικής τροπικότητας (μορφών δεοντολογίας: πρέπει, χρειάζεται, είναι ανάγκη, είναι υποχρέωση, επιτρέπεται, απαγορεύεται κλπ.), που σημαδεύει κυρίως την αξιολογικού τύπου επιχειρηματολογία, αφού προσφέρεται για τη διατύπωση ηθικών εντολών που απορρέουν από αξιωματικές παραδοχές. Επιπλέον, αφθονούν λέξεις διαφόρων γραμματικών κατηγοριών (ουσιαστικά, επίθετα, ρήματα, επιρρήματα) ή φράσεις που δηλώνουν ψυχοδιανοητικές καταστάσεις των ομιλητών (γνώμη, άποψη, πιστεύω, νομίζω, σκέφτομαι, προσωπικά, κατά τη γνώμη μου, κατά την αντίληψή μου, έχω την αίσθηση κλπ.). Στο απόσπασμα που ακολουθεί (από το βιβλίο της Γ΄ Λυκείου Αρχές Φιλοσοφίας του Θ. Ν. Πελεγρίνη, ΟΕΔΒ 1999) εύκολα μπορούμε να αναγνωρίσουμε δείκτες της γλώσσας της επιχειρηματολογίας, και συγκεκριμένα, μιας ανασκευής της θεωρίας του Αριστοτέλη για τη μεσότητα:

Εκ πρώτης όψεως ασφαλώς η θεωρία του Αριστοτέλη για τη μεσότητα είναι πειστική. Τι πιο εύλογο, αλήθεια, από το να προτιμήσει κανείς να είναι ανδρείος, αντί να είναι θρασύς ή δειλός προκαλώντας τα επικριτικά σχόλια των γύρω του; Υπάρχουν όμως καθοριστικές στιγμές στη ζωή μας κατά τις οποίες η θεωρία της μεσότητας αποδεικνύεται ανίσχυρη να μας βοηθήσει στις επιλογές μας. Πρόκειται για τις στιγμές εκείνες που έχουμε να αντιμετωπίσουμε κορυφαία διλήμματα, στιγμές όπου, όπως λέει ο ποιητής, καλούμαστε να πούμε το μεγάλο ναι ή το μεγάλο όχι. Στις περιπτώσεις αυτές -καθώς δεν υπάρχει μέση οδός, αλλά είμαστε υποχρεωμένοι να διαλέξουμε είτε τη μια είτε την άλλη δυνατότητα που έχουμε μπροστά μας- η θεωρία του Αριστοτέλη δεν είναι παρά μια άκαιρη, άστοχη, ανώφελη πρόταση.

Πάντως, περισσότερο απ’ ό,τι στην περιγραφή και την αφήγηση, το είδος της επιχειρηματολογίας είναι αυτό που σε μεγάλο βαθμό προσδιορίζει το ύφος. Αν μάλιστα σκεφθεί κανείς ότι η επιχειρηματολογία είναι το λογικό εργαλείο κειμένων που ως βασικό τους στόχο έχουν τον επηρεασμό του δέκτη, δηλαδή κειμένων πειθούς, εύκολα διαπιστώνει ότι κάθε τέτοιο κείμενο σημαδεύεται από μιαν ιδιαίτερη γλωσσική ποικιλία. Βέβαια, κάθε είδος κειμένου/ λόγου πειθούς είναι και συμβάν λόγου, αφού παράγεται, “διανέμεται” και “καταναλώνεται” στο πλαίσιο μιας συγκεκριμένης περίστασης επικοινωνίας, η οποία, επιπλέον, χαρακτηρίζεται από μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό συμβατικότητας. Έτσι, μπορούμε να διακρίνουμε το ύφος της επιχειρηματολογίας μιας διαφήμισης, ενός πολιτικού λόγου, της αγόρευσης ενός δικηγόρου στο δικαστήριο ή ενός εκκλησιαστικού κηρύγματος.

Πύλη για την Ελληνική γλώσα, Θεωρία και Ιστορία της Ελληνικής Γλώσσας

Περικλής Πολίτης
Ο λόγος της πειθούς

2.2.3 Ο λόγος της πειθούς
Ίσως ο πιο αποτελεσματικός τρόπος να προσδιορίσει κανείς την επικράτεια της πειθούς είναι να απαριθμήσει ποικιλίες κειμένων που από την αρχαιότητα έχουν ενταχθεί σε αυτήν. Οι λόγοι των πολιτικών και εκείνοι των στρατιωτικών ηγετών, οι δικανικοί λόγοι -σήμερα θα λέγαμε οι αγορεύσεις των συνηγόρων και άλλων παραγόντων μιας δίκης-, το εκκλησιαστικό κήρυγμα και γενικά ο λόγος του προσηλυτισμού και της ιδεολογικής χειραγώγησης, οι διαφημίσεις και ορισμένα είδη δοκιμίου είναι οι πιο χαρακτηριστικές μορφές κειμένων/ λόγων πειθούς. Υπάρχουν, ωστόσο, και άλλες, λιγότερο τυπικές μορφές πειθούς, όπως οι τεχνικές πωλήσεων, η άτυπη διδαχή ηθικών και κοινωνικών κανόνων από τους γονείς προς τα παιδιά ή από τους δασκάλους προς τους μαθητές κ.ά. Το συνδετικό νήμα όλων αυτών των κειμένων είναι η εστίαση του λόγου στο πρόσωπο του αποδέκτη. Δεχόμαστε ότι στόχος της πειθούς είναι ο επηρεασμός του δέκτη, δηλαδή η ταύτιση πομπού-δέκτη. Αλλά ποιο είναι το περιεχόμενο αυτής της ταύτισης ή, καλύτερα, ταυτοποίησης που επιδιώκει κάθε κείμενο πειθούς;

Όπως ήδη έχει ειπωθεί, η πειθώ υλοποιείται μέσα από μια τριπλή αλλαγή που μπορεί να προκαλέσει ο λόγος του ομιλητή/ συγγραφέα στη συνείδηση του αποδέκτη του: α) αλλαγή διανοητική, αφού οδηγείται στο να δεχθεί την αλήθεια μιας θέσης που ως τότε δεν δέχονταν ή, έστω, να επιβεβαιώσει την αλήθεια μιας άλλης με την οποία δεν διαφωνεί, β) αλλαγή συναισθηματική, αφού η υιοθέτηση μιας θέσης συνοδεύεται κανονικά (ή και προετοιμάζεται) από τον αιχμαλωτισμό της ευμένειας του αποδέκτη, ευμένειας που στην προφορική πειθώ κερδίζεται με την κίνηση του σώματος, τη γοητεία του βλέμματος και τα παραγλωσσικά χαρακτηριστικά της εκφοράς του λόγου, και γ) αλλαγήσυμπεριφοράς, αφού η πειθώ, όταν επιτυγχάνει το στόχο της, παρακινεί τον αποδέκτη σε συγκεκριμένη δράση (αλλαγή πολιτικού προσανατολισμού, υιοθέτηση νέων θρησκευτικών αντιλήψεων, διαμόρφωση αγοραστικής συμπεριφοράς κ.ά.).

Αλλά για να επιτύχει ένα κείμενο πειθούς αυτό τον τριπλό, εξωκειμενικό θα λέγαμε, στόχο, πρέπει πρώτα να ανταποκριθεί στους εξής ενδοκειμενικούς στόχους, που αντιστοιχούν στους παράγοντες του “επικοινωνιακού τριγώνου”: α) ιδεολογική συνέπεια σε ό,τι αφορά τον πομπό, γιατί ένα κείμενο πειθούς είναι κείμενο με θέση και ο ομιλητής/ συγγραφέας πρέπει αταλάντευτα να την υποστηρίξει μέχρι τέλους, αλλιώτικα καταρρέει όλο το εγχείρημα, β) καταλληλότητα περιεχομένου και ύφουςσε ό,τι αφορά τον ακροατή/ αναγνώστη, γιατί η συνάφεια του αποδεικτικού υλικού προς το αντικείμενο της πειθούς και το αρμόζον για κάθε μορφή πειθούς ύφος είναι προϋποθέσεις απαραίτητες για την επίτευξη του επιδιωκόμενου στόχου, γ) αξιοπιστία τεκμηρίων σε ό,τι αφορά την αντιμετώπιση της πραγματικότητας, γιατί χωρίς την εγκυρότητα των γεγονότων, την αληθοφάνεια της προσωπικής (του πομπού) εμπειρίας και την πιστή μεταφορά πηγών και μαρτυριών κανείς λόγος δεν γίνεται πειστικός, και δ) συνοχή σε ό,τι αφορά το ίδιο το κείμενο, γιατί η κατανόηση και αποδοχή μιας θέσης εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την ευχερή παρακολούθησή της, που μόνο ένα συνεκτικό κείμενο επιτρέπει.

Η φυσιογνωμία ενός κειμένου πειθούς μπορεί να φωτισθεί και αντιστικτικά προς ένα επιστημονικό πληροφοριακό κείμενο: σε αντιδιαστολή προς το τελευταίο ο λόγος πειθούς διακρίνεται για την επιδίωξη αληθοφάνειας, την όχι εξαντλητική έρευνα των τεκμηρίων, τη “χαλαρή” χρήση συλλογιστικών εργαλείων, το αυξημένο ενδιαφέρον για την πρόσληψή του από τον αποδέκτη και γενικά το πρακτικό πνεύμα. Αυτό το τελευταίο κάνει ορισμένους μελετητές να μιλούν για ηθική της πειθούς και να ψέγουν ένα λόγο/ κείμενο που επιδιώκει στόχους αμφίβολης ηθικής αξίας. Στη συνέχεια αντιπαραθέτουμε δύο μικρά κείμενα που αναφέρονται σε παρεμφερή ζητήματα, ένα απόσπασμα από δοκίμιο (του Γ. Θεοτοκά Παράδοση και Ελληνικότητα, βλ. Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Γ΄ Λυκείου, ΟΕΔΒ 1983) και μια παράγραφο από κοινωνιολογική μελέτη (του Θ. Βακαλιού Η Ελλάδα στο σύγχρονο κόσμο, βλ. Προβλήματα της κοινωνίας και του ανθρώπου, ΟΕΔΒ 1987), για να δειχθεί η διαφορά ανάμεσα στον δοκιμιακό λόγο, λόγο πειθούς, και τον αποδεικτικό λόγο ενός (έστω και εκλαϊκευτικού) επιστημονικού κειμένου:

Α. Μα κι ύστερα απ’ όλην αυτήν την διαδρομή που κάμαμε με λιγοστές φράσεις στο χώρο και στο χρόνο, μεγάλη θα ήταν η αφέλειά μας αν νομίζαμε ότι χαράξαμε τα τελειωτικά όρια της ελληνικότητας, ότι βρήκαμε τάχα το βασικό δόγμα που δεν μπορεί να το παραβεί η πνευματική ζωή της Ελλάδας δίχως ν’ αναιρέσει τον εαυτό της. Γιατί ο Ελληνισμός ζει, άρα αλλάζει ολοένα σύσταση και μορφή, ανανεώνεται, αναπροσαρμόζεται σε καινούργιες περιστάσεις, αφομοιώνει καινούργιες επιδράσεις, ανακαλύπτει δρόμους που δεν περίμενε, φτιάνει έργα πρωτότυπα, διαμορφώνει αντιπροσωπευτικούς τύπους αλλιώτικους από κείνους που ήξερε. Δεν υπάρχει λοιπόν, ούτε θα υπάρξει, όσο ο Ελληνισμός είναι ζωντανός, σύστημα κανόνων που να ρυθμίζει οριστικά πότε ένα έργο είναι ελληνικό και πότε δεν είναι. Ο μόνος κανόνας της ελληνικότητας που σηκώνει η δική μου τουλάχιστο συνείδηση είναι τούτος: ελληνικό είναι κάθε έργο που βγαίνει με ειλικρίνεια από τη ζωή, την καρδιά και τη σκέψη των ανθρώπων του έθνους μας.

Β. Χαρακτηριστικό της σημερινής Ελλάδας είναι η ύπαρξη ενός συστήματος καταμερισμού της εργασίας με υπεραυξημένο τον τριτογενή τομέα, που δε δικαιολογεί το επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, υπερδιογκωμένες τις δημόσιες υπηρεσίες και κυρίαρχη την τάση των ανθρώπων να καταλάβουν μια θέση στο δημόσιο. Έτσι ώστε τα 80 % των πτυχιούχων των ΑΕΙ να εργάζονται ως υπάλληλοι στο δημόσιο, με αποτέλεσμα οι περισσότεροι από αυτούς να ετεροαπασχολούνται και τελικά να αχρηστεύονται ως δυναμικό που έχει πάρει ανώτερη μόρφωση Ο διογκωμένος τομέας των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, το υπεραυξημένο τμήμα των αυτοαπασχολούμενων, αλλά και το τμήμα των ανθρώπων με πολλαπλές βιοποριστικές δραστηριότητες, συμπληρώνουν την εικόνα μιας χώρας που βρίσκεται στην περιφέρεια των προηγμένων χωρών του καπιταλισμού.

Για την περιγραφή των εργαλείων που χρησιμοποιεί ο λόγος της πειθούς μπορούμε να στηριχθούμε στην αριστοτελική Ρητορική. Εκεί προτείνονται τρεις κατηγορίες “επιχειρημάτων” πειθούς: το επιχείρημα του ήθους (του ομιλητή), το επιχείρημα του πάθους (του ακροατή) και το λογικό επιχείρημα. Ειδικότερα: ο ομιλητής χρειάζεται να κτίσει τη δημόσια εικόνα του παρέχοντας διαπιστευτήρια ειλικρίνειας και αξιοπιστίας ως προσωπικότητα, δείχνοντας ότι η διάθεσή του απέναντι στο ακροατήριο είναι καλοπροαίρετη, ότι δηλαδή δεν αποσκοπεί σε παραπλάνησή του, και κερδίζοντας την εντύπωση ανθρώπου που κατέχει το θέμα του λόγου και μπορεί να το χειρισθεί αποτελεσματικά. “Πάθος” είναι τα συναισθήματα του κοινού. Το να γνωρίζει ο ομιλητής τα κοινωνικά και πολιτισμικά χαρακτηριστικά του ακροατηρίου του -όταν αυτό είναι πολυπληθές- ή τα διανοητικά (γνώσεις, εμπειρίες, ενδιαφέροντα), βουλητικά (ανάγκες, προσδοκίες, επιδιώξεις) και πραξιακά χαρακτηριστικά (στάσεις, συμπεριφορές, νοοτροπίες) -όταν το ακροατήριο είναι εξατομικευμένο- εγγυάται την αποτελεσματικότητα του λόγου. Λογικά εργαλεία της πειθούς είναι μορφές της επαγωγής και της παραγωγής.

[…]

Το οργανωτικό πρότυπο ενός ρητορικού λόγου που μας παραδίδεται από την αρχαία ρητορική, αν και δεν ανταποκρίνεται στη διάρθρωση όλων των κειμένων πειθούς (π.χ. της διαφήμισης), παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον, γιατί η γενική χρησιμότητά του δύσκολα μπορεί να αμφισβητηθεί. Δομικά τμήματα ενός κειμένου/ λόγου πειθούς είναι: η εισαγωγή, που παρουσιάζει το θέμα, τη σκοπιά από την οποία θα το αντιμετωπίσει ο ομιλητής και ταυτόχρονα αγωνίζεται να κερδίσει το ενδιαφέρον του ακροατηρίου, η αφήγηση, δηλαδή οι πληροφορίες για τη διαδρομή του θέματος-προβλήματος στο παρελθόν, η βεβαίωση, δηλαδή το αποδεικτικό και τεκμηριωτικό υλικό υπέρ της υποστηριζόμενης θέσης, η ανασκευή, δηλαδή η απόκρουση των αντίπαλων επιχειρημάτων, που ισχυροποιεί τη θέση του ομιλητή, και οεπίλογος, που επαναβεβαιώνει την ποιότητα των “επιχειρημάτων” που χρησιμοποιήθηκαν για την υποστήριξη της θέσης. Σχεδόν περιττεύει να αναζητήσει κανείς παραδείγματα εφαρμογής του οργανωτικού προτύπου ενός κειμένου πειθούς όπως ο ρητορικός λόγος. Το σύνολο των ρητορικών λόγων που μας έχουν διασωθεί από την κλασική αρχαιότητα με μικρές αποκλίσεις ακολουθεί το ανωτέρω πρότυπο.

[…]

Η αρχαία ρητορική μας έχει κληροδοτήσει και ορισμένα υφολογικά χαρακτηριστικά του λόγου της πειθούς. Η σαφήνεια (κυριολεξία, αποφυγή πολυσημίας, ακριβής χρήση εννοιών-κλειδιών) έχει να κάνει με την αντικειμενική παρουσίαση του συζητούμενου θέματος, η καταλληλότητα έχει να κάνει με την προσαρμογή της γλώσσας του λόγου/ κειμένου στις απαιτήσεις του ακροατηρίου και της περίστασης επικοινωνίας, η “ευπρέπεια“, έχει να κάνει με την ικανότητα του ομιλητή να εξασφαλίσει με τη γλώσσα του μια θετική εντύπωση για το άτομό του, και η ορθότητα έχει να κάνει με την τήρηση των κανόνων που υποτίθεται ότι ρυθμίζουν τη γλώσσα της πειθούς. Τέλος, η πρόσφατη έρευνα του ύφους της πειθούς προτείνει και ορισμένους γραμματικούς δείκτες: τον μακροπερίοδο λόγο και την πυκνή υπόταξη, την υπεροχή των δηλωτικών προτάσεων και την ευδιάκριτη παρουσία ερωτήσεων, την κυριαρχία της οριστικής έγκλισης και τη σημαντική παρουσία των δυνητικών εγκλίσεων. Περιττό να προστεθεί και πάλι πόσο καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση του ύφους παίζουν τα συνομιλιακά και κοινωνικά συμφραζόμενα ενός λόγου που εστιάζει το ενδιαφέρον του στον επηρεασμό του δέκτη.

[…]

Ολόκληρο το κείμενο μπορείτε να το διαβάσετε ΕΔΩ

http://www.greek-language.gr/greekLang/studies/discourse/2_2_3/index.html

 

Περικλής Πολίτης
Ο εκφραστικός λόγος

Ημερολόγια, αυτοβιογραφίες, αυθόρμητες ομολογίες, απολογίες, ευχές και κατάρες, ακόμη και σημειώματα πριν από αυτοκτονία (!), μα πάνω απ’ όλα η άτυπη καθημερινή συνομιλία έχουν μελετηθεί ως αντιπροσωπευτικές μορφές εκφραστικού λόγου. Υπάρχουν, ωστόσο, και πιο συμβατικοποιημένες μορφές, που συνήθως εκφράζουν συναισθήματα και πεποιθήσεις ομάδων: τα θρησκευτικά σύμβολα πίστης, τα μανιφέστα, οι διακηρύξεις ανεξαρτησίας, τα συντάγματα και τα συμβόλαια. Όλα αυτά τα κείμενα επιβεβαιώνουν την κεντρική λειτουργία του ατόμου και της υποκειμενικότητας, αφού ο πομπός-ομιλητής/ συγγραφέας κυριαρχεί σε όλη τη διαδρομή ενός τέτοιου κειμένου και μέσα απ’ αυτό οικοδομεί και εκφράζει την ατομικότητά του.
Το περιεχόμενο της αυτοέκφρασης (ή της συλλογικής έκφρασης) αποτελείται από συναισθηματικά και διανοητικά στοιχεία, που εξωτερικεύονται ύστερα από ενδοσκόπηση. Όμως, αυτοέκφραση χωρίς συγκεκριμένο σκοπό δεν νοείται, κι ας μοιάζει να είναι μια υπόθεση πολύ προσωπική και ιδιωτική και, άρα, ξένη προς τη δημοσιοποίηση. Τα προσωπικά ημερολόγια, για παράδειγμα, που θεωρούνται από τα πλέον εσωτερικά κείμενα, είναι γνωστό πώς ερωτοτροπούν με τη δημοσίευση ή, έστω, τη δημοσιοποίησή τους, στ’ αλήθεια ψάχνοντας για κατάλληλο κοινό, τη στιγμή που καμώνονται ότι διασώζουν τα κρύφια από περίεργα μάτια. Γι’ αυτό πρέπει να θεωρήσουμε την προσήλωση σε έναν (επικοινωνιακό) στόχο άμεσα συνυφασμένη με την έκφραση της υποκειμενικότητας ή της διυποκειμενικότητας. Ακολουθεί μέρος της εγγραφής της 29ης Σεπτέμβρη 1944 από το προσωπικό ημερολόγιο του Γ. Σεφέρη (Μέρες Δ΄), που επαληθεύει απόλυτα τα παραπάνω χαρακτηριστικά του “εξομολογητικού” λόγου:

Συλλογίζομαι πως στο Κάιρο, μέσα στην αραπιά, τη βρώμα και την καβαλίνα, στα μεγάλα ξενοδοχεία και στους φριχτούς καφενέδες, αυτά τα χαλκεία κάθε ραδιουργίας και απάτης, μέσα σ’ εκείνο το τοπίο το τόσο ξένο από την ψυχή μας, ήμασταν καλύτερα προφυλαγμένοι. Ζούσαμε με κλειστές τις μπουκαπόρτες την απάνθρωπη ζωή της προσφυγιάς. Εδώ είναι πιο δύσκολο ν’ αμυνθείς. Είσαι στο κλίμα σου, στην ατμόσφαιρά σου, αφού είσαι στη Μεσόγειο, στην Ευρώπη. Κι έχεις τη ροπή ν’ αφεθείς, να αισθανθείς σαν άνθρωπος που είσαι επιτέλους. Κάνεις να μισανοίξεις ένα παράθυρο να μπει λίγος καθαρός αέρας και γεμίζεις βρωμόμυγες, τις άπειρες βρωμόμυγες τούτου του συρφετού των πολιτικατζήδων. Ίσως να είμαστε και κουρασμένοι. Ίσως η αντοχή που είχαμε όταν ξεκινήσαμε να έχει πια τριφτεί, ύστερ’ από τόσον καιρό. Άθλια βαριές μέρες. Και το περίεργο, ποιος θα το πίστευε, τέτοιες μέρες.

Μπορεί να υπάρξει γενικό οργανωτικό πρότυπο του εκφραστικού λόγου, από τη στιγμή που αυτός είναι εξατομικευμένος; Η απάντηση είναι αρνητική για τις μη συμβατικοποιημένες μορφές (ημερολόγιο, αυθόρμητη ομολογία, απολογία κ.ά.). Στις περιπτώσεις αυτές έκφραση και δομή της έκφρασης ταυτίζονται. Αντίθετα, στις πιο τυπικές περιπτώσεις (πολιτικά μανιφέστα, διακηρύξεις δικαιωμάτων, συμβόλαια, κατευθυνόμενες συνεντεύξεις όπως του ασθενούς στον γιατρό του, ομολογίες δογμάτων κ.ά.) η συχνά μακραίωνη παράδοσή τους έχει επιβάλει οργανωτικά πρότυπα που πρέπει υποχρεωτικά να ακολουθούνται. Γενικά, μπορεί να πει κανείς ότι η συλλογική έκφραση είναι πιο συμβατικοποιημένη (= μορφικά τυποποιημένη) από την ατομική, πιθανότατα επειδή έτσι μπορεί να εκφρασθεί αποτελεσματικά η συλλογική βούληση. Ακολουθεί (μέρος από την) Προκήρυξη του ενωτικού δημοψηφίσματος του 1950, που αφορούσε το ζήτημα της ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα (βλ. το συλλογικό Θέματα Ιστορίας, Β΄ Ενιαίου Λυκείου [επιλογή], ΟΕΔΒ 1998), ένα προσκλητήριο-διαμαρτυρία, που εκφράζει την αποστροφή των Κυπρίων προς την αποικιοκρατική πολιτική της Μεγάλης Βρετανίας και καλεί τον κυπριακό λαό να διατρανώσει τη βούλησή του για ένωση με τη “μητέρα Ελλάδα”. Στην προκήρυξη αυτή είναι ευδιάκριτη η προσχεδιασμένη (μη συμβατικοποιημένη) θεματική δομή και πολύ χαρακτηριστική η ποικιλία και η χρήση των τυπογραφικών στοιχείων, που, παράλληλα με τη συναισθηματική γλώσσα, αυξάνουν την αποτελεσματικότητά της:

ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΙ ΕΛΛΗΝΙΔΕΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ! Την προσεχή Κυριακήν, 15ην Ιανουαρίου, 1950
η δούλη πατρίς σας Κύπρος σας καλεί
να εκτελέσετε το καθήκον σας
Προσέλθετε όλοι και όλες εις τους Ι. ναούς και θέσατε τιμητικώς την
υπογραφήν σας
ΕΙΣ ΤΟ
Δ Η Μ Ο Ψ Η Φ Ι Σ Μ Α Τ Η Σ Ε Θ Ν Α Ρ Χ Ι Α Σ
Διά να διαδηλώσετε ότι ο μοναδικός και ζωηρός πόθος σας είναι
Η ΕΝΩΣΙΣ ΚΑΙ ΜΟΝΟΝ Η ΕΝΩΣΙΣ ΜΕΤΑ ΤΗΣ ΜΗΤΡΟΣ ΕΛΛΑΔΟΣ κλπ.

Σ’ όλα αυτά ας συνυπολογιστεί και η επίδραση των συνομιλιακών δεδομένων (αν, δηλαδή, ο εκφραστικός λόγος είναι μονολογικός, χωρίς συγκεκριμένους αποδέκτες, ή προϋποθέτει τη συμμετοχή και τις αντιδράσεις ενός ζωντανού ακροατηρίου) και των κοινωνικών συμφραζομένων (αν, για παράδειγμα, ο εκφραστικός λόγος παράγεται και “διανέμεται” σε επίσημη ή ανεπίσημη περίσταση επικοινωνίας), που μπορεί να επηρεάσουν την οργάνωση ακόμη και των πιο αυθόρμητων μορφών αυτοέκφρασης (σύγκρινε τον θρήνο-έκρηξη με το παραδοσιακό μοιρολόι στην τελετή της ταφής).

Η έκφραση της ατομικότητας είναι συνδεδεμένη και με υφολογικούς δείκτες. Πρώτ’ απ’ όλα, στην ατομική έκφραση μπορεί να ανιχνεύσει κανείς ιδιωματικές χρήσεις γλωσσικών μορφών ή σημασιών, δηλαδή ένα ιδιόλεκτο. Έτσι, η προσωπική “διαχείριση” πολλών σημασιών κάνει τον εκφραστικό λόγο πλούσιο σε συνδηλωτικές (= συναισθηματικές) σημασίες που δεν απαντούν στην κυρίαρχη γλωσσική ποικιλία. Με τον ίδιο τρόπο, στη συλλογική έκφραση μπορούμε να διαπιστώσουμε στοιχεία μιας κοινωνικής ποικιλίας ή υποποικιλίας, αφού οι κοινωνικές ομάδες που εξωτερικεύουν από κοινού τις επιδιώξεις και τα συναισθήματά τους αναγνωρίζουν τη συμβολική τους ταυτότητα σε μια τέτοια κοινωνική διάλεκτο. Έτσι, διακηρύξεις, διαμαρτυρίες ή ομολογίες εθνικών, θρησκευτικών ή πολιτικών ομάδων υιοθετούν μιαν αντίστοιχη ρητορική, που έχει διαμορφωθεί στη διαδρομή μιας σειράς παλιότερων “κειμένων” (διακηρύξεις ανεξαρτησίας, συντάγματα, θρησκευτικά κείμενα, πολιτικά μανιφέστα, προγράμματα κοινωνικής δράσης κ.ά.).

Άλλο γνώρισμα της εκφραστικής γλώσσας είναι η υψηλή περιληπτικότητα ή γενικευτικότητά της, η τάση της δηλαδή να προϋποθέτει κοινές με τον αναγνώστη/ ακροατή παραδοχές και να προβάλλει, όχι να αποδεικνύει, ισχυρισμούς. Αυτό εξηγείται από την αδιαφορία του ομιλητή/ συγγραφέα να υποβάλει σε έλεγχο τα τεκμήρια στα οποία στηρίζει τις αποφάνσεις του, αποφάνσεις συνήθως αξιολογικού και όχι περιγραφικού χαρακτήρα. Αυτό δείχνει ότι ο εκφραστικός λόγος σπάνια συγγενεύει με τη λογική πειθώ, γιατί είναι προσανατολισμένος στις ανάγκες του ομιλητή/ συγγραφέα και όχι του ακροατή/ αναγνώστη.

Από κείμενα προσωπικής έκφρασης δεν απουσιάζει η μεταφορική χρήση της γλώσσας, γιατί τα πράγματα συχνά ζωντανεύουν στη συνείδηση του συντάκτη και αποκτούν διαστάσεις προσώπων ή ηρώων, άρα και τις ιδιότητές τους, ενώ αντίστοιχα τα πρόσωπα “παγώνουν” και αποκτούν διαστάσεις αντικειμένων, καθώς το εγώ του ομιλητή/ συγγραφέα εσωτερικεύει και εν συνεχεία εκφράζει με τον δικό του (όχι αντικειμενικό) τρόπο τον κόσμο των προσώπων και των πραγμάτων.

Αλλά το πλέον χαρακτηριστικό γνώρισμα του εκφραστικού ύφους είναι ασφαλώς η χρήση του πρώτου προσώπου. Εννοώ το “εγώ” ως ατομικότητα που επενδύεται στο γραμματικό πρώτο ενικό πρόσωπο και το “εμείς ως συλλογική ατομικότητα που επενδύεται στο γραμματικό πρώτο πληθυντικό πρόσωπο. Στις λιγότερο συμβατικές μορφές του εκφραστικού λόγου έχει διαπιστωθεί επαναληπτικότητα στη σύνταξη και αφθονία σύντομων φράσεων ακανόνιστου μήκους, κάτι που δεν απαντά σε μορφές θεσμοποιημένου εκφραστικού λόγου. Τέλος, σε όλες τις ποικιλίες εκφραστικών κειμένων αφθονούν γραμματικοί δείκτες των συναισθημάτων και των στάσεων του “εγώ”, όπως η υποτακτική και η ευχετική έγκλιση ή ο υπερθετικός βαθμός επιθέτων και επιρρημάτων. Αρκετούς από τους υφολογικούς δείκτες του εκφραστικού λόγου που μόλις απαριθμήσαμε μπορεί κανείς να αναγνωρίσει στο απόσπασμα από τις περίφημες Σημειώσεις του Μάλτε Λάουριτς Μπρίγκε του Ρ. Μ. Ρίλκε (Γαλαξίας 1965):

Έκανα κάτι για το φόβο. Καθόμουν ολόκληρη τη νύχτα κι έγραφα, και τώρα είμαι τόσο κουρασμένος, όπως ύστερα από ένα μακρινό δρόμο, πάνω στα λιβάδια του Ούλσγκωρ. Είναι όμως δύσκολο να σκέπτεσαι πως όλα αυτά δεν υπάρχουν πια, πως στο παλιό απέραντο αρχοντικό κάθονται ξένοι. Μπορεί στο λευκό δωμάτιο, ψηλά στο αέτωμα, να κοιμούνται τώρα οι υπηρέτριες, να κοιμούνται το βαρύ τους, υγρόν ύπνο, από το βράδυ ως το πρωί. Και δεν έχεις κανένα και τίποτα και γυρίζεις μέσα στον κόσμο με μια βαλίτσα και μια κάσα βιβλία και κυρίως χωρίς περιέργεια. Τι ζωή είναι αυτή αλήθεια! Χωρίς σπίτι, άκληρος, χωρίς σκύλους. Να είχε κανείς τουλάχιστον τις αναμνήσεις του. Όμως ποιος τις έχει αυτές; Να ήταν εδώ τα παιδικά χρόνια, αυτά είναι θαμμένα. Ίσως πρέπει να γίνει γέρος κανείς, για να μπορέσει να τα πλησιάσει όλα αυτά. Σκέπτομαι καλά θα είναι να γίνω γέρος.

http://www.greek-language.gr/greekLang/studies/discourse/2_2_2/index.html

Περικλής Πολίτης
Ο πληροφοριακός λόγος

2.2 4 Ο Πληροφοριακός λόγος
Όπως είδαμε, ο πληροφοριακός λόγος μπορεί να διακριθεί σε τυπικά πληροφοριακό, επιστημονικό και διερευνητικό. Επειδή οι δύο τελευταίες μορφές υπερβαίνουν τους διδακτικούς στόχους του σχολείου, θα περιοριστούμε στον τυπικά πληροφοριακό λόγο, δηλαδή τον λόγο που καταγράφει τη “γνωστή”, τη “δεδομένη” πραγματικότητα (αν υπάρχει τέτοια) ή αναφέρεται σε συμβάντα προσιτά ή εύκολα ελέγξιμα από τον αναγνώστη/ακροατή. Τα ειδησεογραφικά κείμενα των μέσων ενημέρωσης, τα λήμματα μιας εγκυκλοπαίδειας, οι άτλαντες, τα τεχνικά εγχειρίδια, πολλά από τα σχολικά εγχειρίδια κλπ. αποτελούν τυπικές περιπτώσεις πληροφοριακών κειμένων. Όλων αυτών των κειμένων στόχος είναι ο τρίτος παράγοντας του επικοινωνιακού τριγώνου, η φυσική/ κοινωνική πραγματικότητα και η περιγραφή της.

Η φύση του πληροφοριακού λόγου προσδιορίζεται από ένα συντακτικό (με την έννοια της “σύνταξης του κειμένου”), ένα σημασιολογικό και ένα πραγματολογικό συστατικό. Ειδικότερα: δεν υπάρχουν παρά μόνο συντεταγμένες πληροφορίες, γι’ αυτό ο τρόπος οργάνωσής τους είναι συστατικό της φύσης τους. Συνήθως διακρίνουμε τη θεματική ομαδοποίηση πληροφοριακών στοιχείων (θεματικά κέντρα, μοτίβα, κοινοί τόποι) και την ιεραρχική ομαδοποίηση, δηλαδή ταξινόμηση πληροφοριακών στοιχείων με κριτήριο το πόσο σημαντικά είναι (βλ. το “ανεστραμμένο τρίγωνο” της δημοσιογραφίας ή τα οχτώ “αστέρια” μιας είδησης). Το σημασιολογικό συστατικό της πληροφορίας σχετίζεται με το ερώτημα της ποιότητας και της ποσότητας των πληροφοριών που μας δίνει ένα κείμενο. Η ποιότητα ενός πληροφοριακού κειμένου εξαρτάται από τη γεγονοτικότητά του [factuality], δηλαδή τη δυνατότητα επαλήθευσης των πληροφοριακών στοιχείων του, και τη μη προβλεψιμότητα [unpredictability] ή αποκαλυπτικότητα, δηλαδή τον βαθμό πιθανότητας των πληροφοριακών του αποφάνσεων. Η ποσότητα των πληροφοριακών στοιχείων, που εκφράζεται ως περιεκτικότητα ενός κειμένου, αποτιμάται με κριτήριο τον “ορίζοντα προσδοκιών” του “μέσου” ακροατή/ αναγνώστη. Το πραγματολογικό συστατικό της πληροφορίας έχει να κάνει με την “κατανάλωσή” της από το κοινό της. Το πολιτισμικό πλαίσιο και το καταστασιακό πλαίσιο (χώρος/ χρόνος “διανομής” των πληροφοριών, σύσταση και μέγεθος του κοινού κ.ά.) επηρεάζουν αποφασιστικά την ίδια της σύσταση μιας πληροφορίας.

Τα γνωστικά εργαλεία του πληροφοριακού λόγου ανιχνεύονται στη μελέτη του σημασιολογικού συστατικού. Η γεγονοτικότητα των πληροφοριών εξαρτάται από γεγονοτικές αποφάνσεις και γνώμες. Η αλήθεια των πρώτων ελέγχεται εύκολα (με άμεση παρατήρηση ή μέτρηση). Οι δεύτερες όμως επαληθεύονται δύσκολα, είτε γιατί οι πηγές και οι μαρτυρίες στις οποίες στηρίζονται οι προκείμενές τους δεν είναι προσιτές στον αποδέκτη της πληροφορίας (αν η γνώμη είναι επαγωγικό συμπέρασμα) είτε γιατί οι προκείμενες είναι αυθαίρετες αξιολογικές παραδοχές (αν η γνώμη είναι παραγωγικό συμπέρασμα). Είναι δύσκολο να υπάρξει γνωστικό εργαλείο μέτρησης της περιεκτικότητας, δηλαδή του βαθμού επάρκειας των πληροφοριών, ενός κειμένου. Το πλαίσιο των πιθανών γεγονοτικών προσδοκιών του αποδέκτη γύρω από ένα θέμα, που από ορισμένους μελετητές ονομάζεται “σύμπαν του λόγου“, δύσκολα μπορεί να θεωρηθεί αντικειμενικό μέτρο. Οι απαιτήσεις του αποδέκτη και της επικοινωνιακής περίστασης είναι οι τελικοί κριτές της περιεκτικότητας. Τέλος, γνωστικό εργαλείο της αποκαλυπτικότητας θα ήταν μια “λογική του απρόβλεπτου“. Γενικά, όσο πιο απρόβλεπτη είναι μια γεγονοτική απόφανση ή γνώμη τόσο περισσότερη πληροφορία μεταφέρει. Όμως, και πάλι το μέτρο του απρόβλεπτου είναι σχετικό: είναι το γνωστικό υπόβαθρο του αποδέκτη της πληροφορίας και το καταστασιακό πλαίσιο του πληροφοριακού λόγου. Αποφάνσεις-γεγονότα και αποφάνσεις-γνώμες αναγνωρίζονται εύκολα στη σχολιασμένη είδηση που ακολουθεί:

Η “μοναξιά” του γέροντα
Καταγράφεται -επιεικώς- ως ασυνήθιστο συμβάν. Μετά τη λήξη της προ-χθεσινοβραδινής εκδήλωσης της Ν.Δ. στο Ολυμπιακό Στάδιο της Αθήνας, μετά τα συνθήματα και τις επευφημίες, όταν τα φώτα έσβησαν και ο κόσμος αποχωρούσε αισιόδοξος για το εκλογικό αποτέλεσμα, κάποιοι, συγγενείς και φίλοι, “κάτι ξέχασαν” (!) στις εξέδρες του αχανούς γηπέδου. Ένα γέροντα, 88 χρονών, ο οποίος είχε έλθει με τους δικούς του ανθρώπους από την Καλαμάτα, για να δηλώσει “παρών”. Ξημερώματα, ένας φύλακας του σταδίου άκουσε μια “εξαντλημένη” φωνή να καλεί σε βοήθεια. Ένα ζεστό τσάι, λίγη κουβέντα στάθηκαν αρκετά, ώστε ο “ξεχασμένος ψηφοφόρος να βρίσκεται πάλι κοντά στους δικούς του. Είναι από τις περιπτώσεις που το όνομα του πρωταγωνιστή δεν προσθέτει πολλά σε ένα ιλαροτραγικό συμβάν μιας μακράς προεκλογικής περιόδου.

Επειδή τα γεγονότα δεν οργανώνονται από μόνα τους, δεν είναι δυνατόν να υπάρξει καθολικό οργανωτικό πρότυπο ενός πληροφοριακού κειμένου. Οποιαδήποτε οργανωτική αρχή θα πρέπει να μη συνδέεται με γεγονότα, να είναι άλλης φύσης. Έτσι, η χρονολογική σειρά των γεγονότων μας δίνει αφηγηματικά αποτελέσματα, η χωρική συσχέτιση γεγονότων μας δίνει περιγραφικά αποτελέσματα και ούτω καθεξής. Μ’ άλλα λόγια, οι τρόποι αναπαράστασης του πραγματικού προσφέρονται για την οργάνωση των πληροφοριών. Επίσης, τα γεγονότα μπορούν να διευθετηθούν και με βάση τα δομικά πρότυπα άλλων ειδών λόγου: για παράδειγμα, ένα κείμενο πειθούς “υποχρεώνει” τα γεγονότα να πάρουν τη θέση τους σε τέτοια σημεία του κειμένου, που να διευκολύνουν την αποτελεσματικότητα της πειθούς. Το ίδιο συμβαίνει και με ένα κείμενο προσωπικής έκφρασης όπως η επιστολή σε φιλικό πρόσωπο. Ακολουθεί ένα τυπικό πληροφοριακό λήμμα, που οργανώνεται απαντώντας στα ερωτήματα του χρόνου (ανακάλυψης του αντικειμένου), του χώρου (όπου διαδόθηκε η χρήση του), του σκοπού (για τον οποίον επινοήθηκε) και της κοινωνικής λειτουργίας του (Εικαστικά Α΄ Ενιαίου Λυκείου, ΟΕΔΒ 1998) :

Η ΠΙΣΤΩΤΙΚΗ ΚΑΡΤΑ
Το 1891 η American Express επινοεί το τσεκ ταξιδιού (traveller’s cheque), για να διευκολύνει όσους ταξιδεύουν. Αυτό το σύστημα το υιοθέτησε γρήγορα όλη η Ευρώπη. Η κάρτα είναι μια απομίμηση του χρήματος με συμβολική λειτουργία. Η πραγματική του αξία εκμηδενίζεται. Το “πλαστικό χρήμα” βάζει μια μεταγενέστερη ημερομηνία πληρωμής, και έτσι όλοι γινόμαστε καταναλωτές ξεχνώντας ότι θα δώσουμε πίσω τα χρήματα με προσαύξηση.

Αν η έμφαση δοθεί στην αποκαλυπτικότητα των πληροφοριών, χρειαζόμαστε ένα πρότυπο που να διατάσσει τις πληροφορίες κατά σειρά φθίνοντος ενδιαφέροντος, δηλαδή πρώτα οι πιο αποκαλυπτικές και εντυπωσιακές και εν συνεχεία οι πιο αδιάφορες και ασήμαντες πληροφορίες. Τέτοιο πρότυπο είναι το “ανεστραμμένο τρίγωνο” του δημοσιογραφικού λόγου, που επιδιώκει τον εντυπωσιασμό του αναγνώστη/ ακροατή τοποθετώντας στην αρχή της είδησης την πιο “σοκαριστική” πληροφορία. Αν, πάλι, η έμφαση δοθεί στην πληροφοριακή περιεκτικότητα ενός κειμένου, τότε χρειαζόμαστε ένα πρότυπο ‘συμπαντικού’ τύπου. Τέτοιο πρότυπο είναι τα γνωστά πέντε W (who ‘ποιος’, what ‘τι’, where ‘πού’, when ‘πότε’, why ‘γιατί’) της δημοσιογραφίας, που προμηθεύουν όλο το απαιτούμενο, αλλά ταυτόχρονα και στοιχειακό, πληροφοριακό υλικό για τη σύνταξη μιας είδησης. Σωρεία ειδήσεων, όπως αυτή που παρατέθηκε πιο πάνω, εφαρμόζουν ένα από τα δύο οργανωτικά πρότυπα ή και τα δύο συνδυασμένα.

Το ύφος του πληροφοριακού λόγου είναι το απλό ύφος σε αντίθεση με το επιτηδευμένο ύφος του λόγου πειθούς ιδιαίτερα. Είναι η ίδια η φύση του πληροφοριακού λόγου που επιβάλλει την απλότητα στην γλωσσική απόδοση των πληροφοριών. Η έρευνα έχει επισημάνει μια σειρά από σημασιολογικά γνωρίσματα που χαρακτηρίζουν το ύφος πληροφοριακών κειμένων. Σε τυπικά πληροφοριακά κείμενα απουσιάζει το επιστημονικό λεξιλόγιο και οι νεολογισμοί. Όταν πρέπει να χρησιμοποιηθούν αφηρημένες έννοιες, αυτές εκλαϊκεύονται. Επίσης, αποφεύγονται οι συνδηλωτικές σημασίες, γιατί οι πληροφορίες πρέπει να αποδίδονται με γλώσσα που κυριολεκτεί. Για τον ίδιο λόγο παρατηρείται πολύ περιορισμένη χρήση σχημάτων λόγου. Διαπιστώνεται εκτεταμένη χρήση συνωνύμων, που γενικά προφυλάσσει από τις επαναλήψεις, αλλά σε μεγάλες δόσεις καταντά αρρώστια (για παράδειγμα, η “συνωνυμομανία κάποιων δημοσιογράφων).

Εκτός από σημασιολογικά έχουν απομονωθεί και γραμματικά χαρακτηριστικά του πληροφοριακού ύφους. Αποφεύγεται η χρήση πρώτου προσώπου, του προσώπου που σημαδεύει κείμενα προσωπικής/ συλλογικής έκφρασης, γιατί σε τυπικά πληροφοριακά κείμενα ο κομιστής των πληροφοριών έχει δευτερεύουσα σημασία. Το μήκος των προτάσεων γενικά είναι μέτριο, αφού δεν προτιμώνται προτασιακές δομές με συστατικά επιπλέον των βασικών (ΟΦ-υποκείμενο/ ΡΦ-κατηγόρημα, δηλαδή το ρήμα και τα υποχρεωτικά ή προαιρετικά συμπληρώματά του). Αυτό σημαίνει ότι αποφεύγεται ο υποτεταγμένος λόγος, που απαντά συχνά σε κείμενα πειθούς, επειδή αυτό που προέχει είναι η κατάθεση των πληροφοριών και όχι η ένταξή τους σε πλαίσιο λογικών σχέσεων (προϋποθέσεων, αιτιολόγησης κ.ά.). Απόρροια του γνωρίσματος αυτού είναι και η απλουστευμένη στίξη. Παράλληλα, αποφεύγεται και η μακροσκελής παράταξη, που επιμηκύνει άκομψα τον λόγο και δίνει στον αποδέκτη την εντύπωση της συσσώρευσης πληροφοριών. Τέλος, η χρήση επιθέτων είναι περιορισμένη, γιατί τα (“κοσμητικά”, δηλαδή τα αξιολογικά) επίθετα μετατρέπουν τα (αδιαμφισβήτητα) γεγονότα σε (αμφισβητούμενες) γνώμες.

Από τους πραγματολογικούς παράγοντες που επηρεάζουν το ύφος του πληροφοριακού λόγου πρέπει να μνημονεύσουμε ιδιαίτερα τον δίαυλο επικοινωνίας (σύγκρινε το ύφος μιας είδησης στον τύπο και την τηλεόραση) και τους αποδέκτες (σύγκρινε την ειδησεογραφία μιας “σοβαρής” και μιας λαϊκίστικης εφημερίδας).

Τα κυριότερα από τα γραμματικά γνωρίσματα του “πληροφοριακού” ύφους μπορούν να αναγνωρισθούν στο απόσπασμα που ακολουθεί -προέρχεται από σχολικό εγχειρίδιο Γεωγραφίας:

Η Γη δέχεται στην επιφάνειά της διαφορετικό ποσό ηλιακής ενέργειας, που μειώνεται όσο προχωρούμε από τον ισημερινό προς τους πόλους. Με βάση το ποσό αυτό η γη χωρίζεται σε διαφορετικές κλιματικές ζώνες. Η κλιματική αυτή διαίρεση δεν είναι απόλυτη. Σε κάθε ζώνη έχουμε ποικιλία κλιματικών συνθηκών, ανάλογα με τη μορφολογία, το υψόμετρο και άλλους παράγοντες κάθε περιοχής που ανήκει σε μια από τις ζώνες, π.χ. στα τροπικά κλίματα είναι δυνατό να συναντήσουμε τροπικό δάσος, λιβάδια με ψηλό χόρτο (σαβάνα) αλλά και θερμή έρημο. Η ίδια κλιματική διαίρεση που γίνεται με βάση το γεωγραφικό πλάτος, γίνεται και με βάση το υψόμετρο. Η μεγαλύτερη ποικιλία κλιματικών συνθηκών παρουσιάζεται στα εύκρατα κλίματα. Μερικές περιοχές σ’ αυτή τη ζώνη βρίσκονται στο εσωτερικό των ηπείρων και έχουν ηπειρωτικό τύπο κλίματος, άλλες περιοχές βρίσκονται κοντά σε θάλασσα και επηρεάζονται απ’ αυτή. Ένα τέτοιο τυπικό κλίμα είναι το μεσογειακό.

http://www.greek-language.gr/greekLang/studies/discourse/2_2_4/index.html

Άννα Φραγκουδάκη
Σχετικά με τον τελεστικό λόγο: 
ΑΒΡΑΚΑΔΑΒΡΑ

Το κείμενο, γράφει ο Εμίλ Μπενβενίστ, αποχτάει μορφή από τη γλώσσα και μέσα στη γλώσσα, άρα δεν μπορεί το περιεχόμενο να ξεχωρίσει, δεν μπορεί να υπερβεί τη γλώσσα. Το περιεχόμενο και η μορφή της γλώσσας αλληλοκαθορίζονται, με διαφορε­τική μορφή ειπωμένο το μήνυμα αλλάζει, γίνεται μήνυμα διαφορετικό. Αδιόρατες αλ­λαγές (όπως η κλητική στο «διοικητά-διοικητή» ή η μετάθεση του τόνου στο «πολέμου- πόλεμου») μπορεί να αποτελούν αμφισβήτηση και ανταρσία ή αποδοχή της εξουσίας. Μια λέξη μόνο αρκεί για να κατασκευάσει περίπλοκα νοήματα, που αφορούν την άρ­νηση ή την υποταγή στην εξουσία.

Η εξουσία ασκείται με το λόγο περισσότερο απ’ ό,τι με τη φυσική επιβολή και την τεχνική υπεροχή (τη μυϊκή δύναμη ή τα όπλα). Η εξουσία ασκείται σε μεγάλο βαθμό με τις ιδέες, άρα με τη γλώσσα, με τις λέξεις. Αν όμως μπορεί να ασκείται εξουσία με τις λέξεις, τότε οι λέξεις έχουν δική τους δύναμη.

Οι λέξεις έχουν πράγματι δύναμη. Αρκεί να θυμηθούμε ότι η σιωπή ήταν θρησκευτική υποχρέωση σε παλιά τάγματα μοναχών, πως το νερό του κλήδονα πρέπει να είναι «αμίλητο» για να ισχύσει η μαγεία και ότι στην αρχαιότητα το μέλλον το προφή­τευε μια φωνή: η Πυθία. Υπάρχουν λέξεις με αυτόνομη δύναμη. Λέξεις που αρκεί για να προφερθούν και αποχτάει όνομα το αβάφτιστο βρέφος, γίνονται σύζυγοι ο Γιάννης και η Μαρία, οδηγείται στη φυλακή ο κατηγορούμενος. Υπάρχουν λέξεις που μεγαλώ­νουν τα σπαρτά, λέξεις που φέρνουν τη βροχή ή σηκώνουν τον άνεμο, που διώχνουν το κακό μάτι, που ξορκίζουν τους δαίμονες, απομακρύνουν τους κινδύνους ή γιατρεύουν τις αρρώστιες. Λέξεις που φέρνουν δυστυχία ή προκαλούν καταστροφές, λέξεις που μπο­ρούν να επιφέρουν ακόμα και το θάνατο. Επικλήσεις θεοτήτων ή πνευμάτων, ευχές, όρ­κοι, κατάρες, λέξεις μαγικές, λέξεις παντοδύναμες.

Ωστόσο, δεν είναι μόνο το ρήμα «Σας ευλογώ», που αρκεί να το προφέρει ο Πάπας, και η θεία χάρη κατεβαίνει στις κατάμεστες πλατείες. Είναι και η λέξη «ελευθερία», που μπορεί μέσα σε ορισμένες συνθήκες να οδηγήσει στην εξέγερση. Με άλλα λόγια, η δύ­ναμη που έχουν οι λέξεις δεν αφορά μόνο τις κοινωνίες που χρησιμοποιούν τη μαγεία ή τις θρησκείες που επικαλούνται τις θεότητες. Η δύναμη δεν είναι μόνο χαρακτηριστικό λέξεων σαν την αβρακαδάβρα. Υπάρχουν λέξεις, όπως «έθνος», «δημοκρατία», «σο­σιαλισμός», «παράδοση», «δικαιοσύνη» και πολλές άλλες που περιέχουν και ασκούν εξουσία.

Η δύναμη αυτή θεωρείται ιδιότητα των λέξεων από το φιλόσοφο της Οξφόρδης Τζων Ώστιν, στη διάσημη μελέτη του που έχει το χαρακτηριστικό τίτλο Πώς γίνονται πράξεις με τις λέξεις, όπου αναπτύσσει ότι υπάρχουν λέξεις με επιτελεστική ιδιότητα, τα «επιτελεστικά» ρήματα. «Τρώω» είναι ρήμα που όσο κι αν το λέω δεν πρόκειται να χορ­τάσω και «περπατώ» ή «τρέχω», όσο κι αν τα φωνάζω, θα μένω πάντα στην ίδια θέση. «Ορκίζομαι» όμως δεν είναι το ίδιο. Λέγοντας «ορκίζομαι», κάνω πράξη αυτό που λέω τη στιγμή που το λέω και μόνο λέγοντάς το. Το ίδιο συμβαίνει και με τα ρήματα «συγ­χαίρω», «συλλυπούμαι», «υπόσχομαι», «καλωσορίζω», «συμβουλεύω», «κηρύσσω τον πόλεμο», κ.ά. Επιτελεστική είναι, κατά τον Ώστιν, η δήλωση «που κάνει κάτι, σε αντί­θεση με εκείνη που λέει κάτι».

Ο  Ώστιν, με άλλα λόγια θεωρεί την επιτελεστική δήλωση ιδιότητα των ίδιων των λέξεων. Ο Εμίλ Μπενβενίστ ωστόσο γράφει ότι η επιτελεστική δήλωση δεν είναι λόγος που έχει αποτέλεσμα στην πράξη αλλά είναι αυτός ο ίδιος πράξη και προϋποθέτει την κοινωνική οργάνωση της ιεραρχίας που δίνει το δικαίωμα στο λόγο του ομιλητή να επιτελεί πράξη με την εκφώνησή του. Όπως πολύ χαρακτηριστικά γράφει ο Μπενβενίστ, ο καθένας μπορεί να βγει στην κεντρική πλατεία και να φωνάξει «Κηρύσσω γενική επι­στράτευση», χωρίς να γίνει απολύτως τίποτα. Κανένας πράγματι δεν μπορεί να δώσει όνομα στο μωρό του βυθίζοντάς το σε μια σκάφη ή έστω και στον ποταμό Ιορδάνη και προφέροντας τις κατάλληλες λέξεις. Κανένας δεν μπορεί να «κηρύξει τον πόλεμο», απλώς λέγοντας ότι τον κηρύττει, αν δεν κατέχει κάποιον κοινωνικό τίτλο που αυτόματα κάνει το λόγο του κήρυξη πολέμου.

Για να είναι ο λόγος πράξη, για να είναι η δήλωση επιτελεστική, πρέπει να έχει ο ομιλητής την αρμοδιότητα να προφέρει την κατάλληλη λέξη, να έχει την εξουσιοδότηση, το κοινωνικό δικαίωμα να πράττει με τις λέξεις. Με άλλα λόγια, η επιτελεστική δή­λωση είναι πράξη εξουσίας με το λόγο, ο λόγος αποτελεί πράξη, επειδή ο πομπός της εί­ναι εκπρόσωπος της κοινωνικής εξουσίας. Όπως γράφει ο Πιερ Μπουρντιέ, μπορεί ο ομι­λητής να αντικαταστήσει την πράξη με τα λόγια του, όταν και επειδή ασκεί ρόλο εξου­σίας στο όνομα ολόκληρης κοινωνικής ομάδας. Μπορεί ο δικαστής να αρκεστεί στην εκ­φώνηση της καταδικαστικής απόφασης, επειδή υπάρχει το σύνολο των υπαλλήλων και θεσμών που είναι επιφορτισμένοι να κάνουν το λόγο του πράξη. «Εἶπεν ὁ Κύριος» και ο κόσμος έγινε, αφού και επειδή το είπε, αλλά αυτό προκύπτει ακριβώς από την υπέρ­τατη δύναμή του.

Για να είναι ο λόγος πράξη, για να μπορούν οι λέξεις να δημιουργούν κατάσταση, πρέπει ο πομπός τους να έχει από την κοινωνική οργάνωση τη δικαιοδοσία. Δηλαδή για να έχει ο λόγος του ο ίδιος τέτοια δύναμη, πρέπει να είναι εκπρόσωπος εξουσίας.

Άννα Φραγκουδάκη. «Γλώσσα και κοινωνική εξουσία». ό.π.. σσ. 151-53
Έκθεση Έκφραση Α΄ Λυκείου, Βιβλίο Καθηγητή,σ.28
http://ebooks.edu.gr/new/books-pdf.php?course=DSGL-A110