ΛΕΞΕΙΣ ΑΠΟ ΞΕΝΕΣ ΓΛΩΣΣΕΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ

Γιώργος Παπαναστασίου (2001)
Γλωσσικός δανεισμός

Εισαγωγικά:

Tο λεξιλόγιο μιας γλώσσας είναι η περιοχή όπου το φαινόμενο του δανεισμού είναι ιδιαίτερα εμφανές και πιο άμεσα παρατηρήσιμο. Στον λεξιλογικό δανεισμό, λοιπόν, θα αφιερώσουμε το μεγαλύτερο μέρος του άρθρου και μόνο προς το τέλος θα αναφερθούμε σε ορισμένες άλλες κατηγορίες δανεισμού (βλ. κυρίως Πετρούνιας 1998· Τριανταφυλλίδης et al.1988, 90-103).

  1. Λεξιλογικός δανεισμός

Στο λεξιλόγιο κάθε γλώσσας μπορούμε να διακρίνουμε δύο κατηγορίες λέξεων όσον αφορά την προέλευσή τους, την ετυμολογία τους:

  • α) τις λέξεις που έχει κληρονομήσει από την παλαιότερη μορφή της,
  • β) τις λέξεις που έχει δανειστεί από άλλη γλώσσα (ή διάλεκτο) σε κάποια συγκεκριμένη χρονική στιγμή.

Kληρονομημένες λέξεις μιας γλώσσας ονομάζονται αυτές που περνούν με τον προφορικό λόγο από γενιά σε γενιά και ανάγονται απευθείας στη γλώσσα από την οποία αυτή προέρχεται. Kαθώς οι λέξεις της κατηγορίας αυτής βρίσκονται συνεχώς στο στόμα των ομιλητών, ακολουθούν όλες τις φωνητικές, μορφολογικές κλπ. εξελίξεις της γλώσσας αυτής κατά τη διάρκεια της ιστορίας της. Έτσι, για παράδειγμα, για την ιταλική γλώσσα η λέξη luna ‘φεγγάρι’ είναι κληρονομημένη από το λατινικό luna, που είχε την ίδια σημασία. Για τη νέα ελληνική η λέξη πατέρας είναι κληρονομημένη από το αρχαίο ελληνικό πατήρ και μάλιστα προήλθε από την αιτιατική αυτής της λέξης (πατέρα) με βάση μια συγκεκριμένη παραγωγική διαδικασία, που ονομάζεται μεταπλασμός.Στις κληρονομημένες λέξεις υπολογίζουμε και αυτές που σχηματίζονται με τους μηχανισμούς της παραγωγής και της σύνθεσης.

Oι δάνειες λέξεις, αντίθετα, είναι λέξεις που εισέρχονται σε μια γλώσσα από μια άλλη γλώσσα (ή διάλεκτο) μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή. Συχνά η στιγμή αυτή δεν μπορεί να προσδιοριστεί με απόλυτη ακρίβεια· ιδιαίτερα για παλαιότερες περιόδους της ιστορίας μιας γλώσσας, για τις οποίες οι μαρτυρίες μας είναι ανεπαρκείς, είμαστε ικανοποιημένοι αν μπορούμε να προσδιορίσουμε έστω τον αιώνα κατά τον οποίο έγινε ο δανεισμός. Aντίθετα, για πρόσφατα δάνεια των σημερινών ευρωπαϊκών γλωσσών είναι πολύ πιο εύκολο να εντοπίσουμε τη χρονική στιγμή του δανεισμού, καθώς οι πηγές που διαθέτουμε είναι πολύ περισσότερες και οι μαρτυρίες πιο άμεσες.

O γλωσσικός δανεισμός είναι ένα φαινόμενο που υπήρξε και θα υπάρχει σε όλες τις γλώσσες, από τη στιγμή που οι ομιλητές μιας γλώσσας έρχονται σε επαφή με ομιλητές μιας άλλης. Aκόμη και στα παλαιότερα σωζόμενα γραπτά κείμενα οποιασδήποτε γλώσσας, πιστοποιείται η ύπαρξη δανείων και αυτό γιατί οι πολιτισμικές σχέσεις και ανταλλαγές μεταξύ ανθρώπινων ομάδων και κοινωνιών είναι ένα γεγονός που ξεκίνησε πολύ πριν την εμφάνιση της γραφής.

1.1. Πηγές και τρόποι δανεισμού

Όσον αφορά το κανάλι μέσω του οποίου γίνεται ο δανεισμός, μπορούμε να διακρίνουμε τον λαϊκόαπό τον λόγιο δανεισμό (βλ. και Πετρούνιας 1984,59-61).

O λαϊκός δανεισμός αφορά λέξεις γλωσσών με τις οποίες έρχονται σε επαφή τα ευρύτερα λαϊκά στρώματα. Oι λέξεις αυτές περνούν από τη μια γλώσσα στην άλλη με τον προφορικό λόγο. Συνέπεια αυτού του γεγονότος είναι ότι οι ομιλητές της γλώσσας που δέχεται το δάνειο προσπαθούν να αποδώσουν αυτό που ακούνε σύμφωνα με ό,τι ισχύει στη δική τους γλώσσα, να το προσαρμόσουν δηλαδή στη φωνητική και τη μορφολογία της.

O λόγιος δανεισμός αφορά λέξεις που εισέρχονται στη γλώσσα από μια μερίδα μορφωμένων, οι οποίοι κατέχουν τη γλώσσα που αποτελεί την πηγή του δανεισμού και καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό τον τρόπο με τον οποίο θα εμφανίζεται η λέξη αυτή στη δική τους γλώσσα. Πολλές φορές η λέξη προσαρμόζεται στη νέα γλώσσα, όπως συμβαίνει και με τον λαϊκό δανεισμό. Συχνά όμως, επειδή οι μορφωμένοι έρχονται σε επαφή με τις ξένες λέξεις κυρίως μέσω γραπτών κειμένων, επιλέγεται κατά τη διαδικασία του δανεισμού η γραπτή μορφή της λέξης. Eίναι η περίπτωση του ορθογραφικού δανεισμού, για την οποία θα μιλήσουμε στη συνέχεια.

Όσον αφορά την πηγή, μπορούμε να κατηγοριοποιήσουμε τον δανεισμό σε εξωτερικό, εσωτερικόκαι διαχρονικόδανεισμό.

Eξωτερικός δανεισμός είναι το φαινόμενο κατά το οποίο μια γλώσσα δανείζεται λέξεις από μια άλλη, μια “ξένη” γλώσσα. Oι περιπτώσεις εξωτερικού δανεισμού είναι πολύ συνηθισμένες σε όλες τις γλώσσες. Mπορούμε μάλιστα να διακρίνουμε τον λόγιο εξωτερικό δανεισμό από τον λαϊκόεξωτερικό δανεισμό. H νεοελληνική λέξη βαπόρι (< ιταλικό vapore), για παράδειγμα, είναι προϊόν λαϊκού εξωτερικού δανεισμού, ενώ η λέξη γκαλερί (< γαλλικό gallerie) προϊόν λόγιου εξωτερικού δανεισμού (βλ. και Αναστασιάδη-Συμεωνίδη 1994). Πρόκειται μάλιστα για δανεισμό που βασίζεται στη φωνητική και όχι στη γραπτή μορφή της λέξης, σε αντίθεση με τη λέξη ακετόνη (<γαλλικό acétone [ace’ton]), όπου το γαλλικό [s] αποδόθηκε με [k] στα ελληνικά με βάση την αντιστοιχία μεταξύ των δύο αλφαβήτων: λατινικό <c> : ελληνικό <κ>.

Eσωτερικός δανεισμός είναι το φαινόμενο κατά το οποίο μια γλώσσα δανείζεται λέξεις από μία διάλεκτό της. Στην περίπτωση αυτή μπορούμε να μιλήσουμε και για επικράτηση ενός διαλεκτικού τύπου στην κοινή γλώσσα, π.χ το νεοελληνικό κοπελιά που επικράτησε στην κοινή μάλλον από το ροδίτικο ιδίωμα.

Ο διαχρονικός δανεισμός είναι μία κατηγορία λόγιου δανεισμού και αφορά λέξεις που οι λόγιοι τις δανείζονται από μια παλαιότερη μορφή της ίδιας γλώσσας. Πολλές λέξεις της νεοελληνικής, όπωςδραπέτης (< αρχ. δραπέτης), παρατάσσω (< αρχ. παρατάσσω), συγχρωτίζομαι (< ελνστ.συγχρωτίζομαι), δάνεια από την αρχαία ή την ελληνιστική, ανήκουν σε αυτή την κατηγορία.

Όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο γίνεται ο δανεισμός μπορούμε να διακρίνουμε το άμεσο δάνειο, που γίνεται με βάση τη φωνητική του υπόσταση -όπως περιγράφηκε πιο πάνω-, από τομεταφραστικό δάνειο. H διαδικασία του μεταφραστικού δανείου είναι πιο περίπλοκη και αφορά κυρίως τον λόγιο δανεισμό. Oι μορφωμένοι, όταν δανείζονται μια λέξη από μια γλώσσα συχνά δεν την εισάγουν στη δική τους με βάση τη φωνητική της ουσία αλλά τη μεταφράζουν, χρησιμοποιώντας ήδη υπαρκτά γλωσσικά της στοιχεία. Έτσι, για παράδειγμα, η λέξη ουρανοξύστης, ενώ αναλύεται μορφολογικά σε ελληνικά στοιχεία (< ουραν(ός) -ο- + ξυσ- (ξύνω) -της), είναι στην ουσία μεταφραστικό δάνειο από το αγγλικό sky-scraper, καθώς μεταφράζει στα ελληνικά κάθε στοιχείο της αγγλικής λέξης: sky ‘ουρανός’, scrap(e) ‘ξύνω’, -er ~ -της (μόρφημα που δηλώνει όργανο). H μετάφραση μπορεί να είναι απόλυτα πιστή ή όχι. Στη δεύτερη περίπτωση μπορούμε να μιλήσουμε γιαελεύθερα μεταφραστικά δάνεια. H απόδοση του γαλλικού sensualisme στα νέα ελληνικά ωςαισθησιοκρατία δείχνει αυτήν ακριβώς την ελευθερία στην απόδοση: το δεύτερο συνθετικό -κρατίαχρησιμοποιήθηκε για να αποδώσει το γαλλικό -isme, χωρίς να πρόκειται για ακριβή μετάφρασή του. Στην κατηγορία των μεταφραστικών δανείων πρέπει να εντάξουμε και τον σημασιολογικό δανεισμό. Στην περίπτωση αυτή η γλώσσα που δέχεται το δάνειο μεταφράζει την ξένη λέξη και το αποτέλεσμα της μετάφρασης είναι μια λέξη που ήδη προϋπάρχει στη γλώσσα αλλά αποκτά μια νέα σημασία υπό την επίδραση της ξένης λέξης. Έτσι, π.χ η νεοελληνική λέξη ποντίκι χρησιμοποιείται σήμερα και με τη σημασία ‘μικρή συσκευή συνδεδεμένη σε ηλεκτρονικό υπολογιστή’ μεταφράζοντας την αγγλική λέξη mouse ‘1. γκρίζο τρωκτικό, 2. μικρή συσκευή συνδεδεμένη σε ηλεκτρονικό υπολογιστή’.

Mια ξένη λέξη μπορεί να περάσει σε μια γλώσσα και ως άμεσο και ως μεταφραστικό δάνειο. Έτσι, για παράδειγμα, όποιος σήμερα στη νέα ελληνική χρησιμοποιεί τη λέξη μάους (< αγγλ. mouse), για να δηλώσει το εξάρτημα του υπολογιστή στο οποίο αναφερθήκαμε, χρησιμοποιεί ένα άμεσο δάνειο το οποίο βασίζεται στη φωνητική μορφή της αγγλικής λέξης. Aντίθετα, όποιος για το ίδιο αντικείμενο χρησιμοποιεί τη λέξη ποντίκι χρησιμοποιεί ένα μεταφραστικό (και στη συγκεκριμένη περίπτωσησημασιολογικό) δάνειο από την ίδια αγγλική λέξη.

Προϊόν μεταφραστικού δανεισμού μπορεί να είναι επίσης μια ολόκληρη έκφραση. Xιλιάδες είναι τα παραδείγματα στις ευρωπαϊκές γλώσσες όπου μια συγκεκριμένη έκφραση μεταφράζεται και χρησιμοποιείται με τον ίδιο τρόπο σε πολλές γλώσσες. Aς δώσουμε μερικά παραδείγματα: βιβλίο τσέπης, αγγλικά pocket book, γαλλικά livre de poche, ιταλικά libro tascabile, γερμανικά Taschenbuch· θέση κλειδί, αγγλικά key position, γαλλικά position clé, ιταλικά posizione chiave, γερμανικά Schlusselposition· φαύλος κύκλος, αγγλικά vicious circle, γαλλικά cercle vicieux, ιταλικά circolo vizioso.

Σε ποσοτικούς όρους, τέλος, ο λεξιλογικός δανεισμός αφορά πρώτα την κατηγορία των ονομάτων (ουσιαστικών και επιθέτων), στη συνέχεια την κατηγορία των ρημάτων και, τέλος, την κατηγορία των γραμματικών λέξεων. Στην τελευταία αυτή κατηγορία είναι πολύ σπανιότερος από ό,τι στις άλλες δύο.

Δεν πρέπει επίσης να μας διαφεύγει η σημασία που έχει ο λεξιλογικός δανεισμός για την ιστορική γλωσσολογία, καθώς συχνά ορισμένα γλωσσικά φαινόμενα που συνέβησαν σε μια γλώσσα αποκαλύπτονται ή τεκμηριώνονται με την εμφάνισή τους σε μια άλλη (βλ. και Σετάτος 1971).

1.2. Προσαρμογή των δανείων

Xαρακτηριστικό κάθε γλώσσας είναι ότι προσαρμόζει σιγά σιγά τις δάνειες λέξεις στο δικό της φωνητικό και μορφολογικό σύστημα. Πολύ πιο εύκολα προσαρμόζονται τα δάνεια λαϊκής προέλευσης, ιδιαίτερα μάλιστα αν πρόκειται για λέξεις που προέρχονται από γλώσσα με φωνητικό σύστημα παρόμοιο με το σύστημα της γλώσσας που τα δέχεται. Tέτοια είναι η περίπτωση του νεοελληνικού βαπόρι που αναφέρθηκε πιο πάνω. H λέξη προέρχεται, όπως είδαμε, από τα ιταλικά (< vapore [va΄pore]), γλώσσα με φωνητικό σύστημα παρόμοιο με αυτό της νέας ελληνικής. Προσαρμόστηκε μάλιστα στο μορφολογικό σύστημα της νέας ελληνικής, καθώς εντάχθηκε στην κατηγορία των ουδέτερων ουσιαστικών σε και κλίνεται σύμφωνα με τις υπόλοιπες λέξεις αυτής της κατηγορίας (του βαποριού, τα βαπόρια, των βαποριών). Όσο παλαιότερο είναι ένα δάνειο λαικής προέλευσης τόσο περισσότερες είναι οι ευκαιρίες που του δίνονται για να προσαρμοστεί πλήρως στο φωνητικό και μορφολογικό σύστημα μιας γλώσσας, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η προσαρμογή του είναι συνάρτηση μόνο του χρόνου. Aντίθετα, δάνεια λόγιας προέλευσης προσαρμόζονται δυσκολότερα. Έτσι, το νεοελληνικό σαλέ (< γαλλικό chalet) έχει μεν προσαρμοστεί στο φωνητικό σύστημα της νέας ελληνικής (προφορά [sa΄le]), ενώ η γαλλική λέξη προφέρεται [Sa΄lε]), δεν έχει όμως προσαρμοστεί στο μορφολογικό της σύστημα, με αποτέλεσμα να είναι άκλιτο (του σαλέ, τα σαλέ, των σαλέ). Σπανιότερα εμφανίζεται το φαινόμενο της μη προσαρμογής στο φωνητικό σύστημα: θεωρείται εξεζητημένη (και σήμερα πλέον συχνά υποκριτική) η προφορά της λέξης σαμπάνια ως [“Sam΄paña] από ορισμένους γαλλομαθείς ομιλητές που θέλουν να παραμείνουν πιο κοντά στην προφορά της γαλλικής λέξης champagne.

1.3. O λεξιλογικός δανεισμός στη νέα ελληνική

Όσον αφορά τη νέα ελληνική, γνωρίζουμε ότι προέρχεται από την κοινή ελληνιστική γλώσσα, η οποία διαμορφώθηκε με βάση κυρίως την αρχαία αττική διάλεκτο, όταν αυτή επικράτησε των άλλων αρχαίων ελληνικών διαλέκτων και διαδόθηκε στον ευρύτερο χώρο της ανατολικής Mεσογείου (βλ. και Τριανταφυλλίδης [1941] 1988, 90-103). Συνεπώς, όσες λέξεις προέρχονται από την αρχαία ελληνική και, μέσω της ελληνιστικής κοινής, χρησιμοπoιούνταν συνεχώς από τους ομιλητές από τότε μέχρι σήμερα, θεωρούνται για τη νέα ελληνική λέξεις κληρονομημένες. Δάνειες λέξεις είχε βέβαια ήδη και η αρχαία ελληνική. Πολλές από τις λέξεις της αρχαίας ελληνικής είναι δάνεια είτε από προελληνικές γλώσσες είτε από γλώσσες που αποτελούσαν το γλωσσικό της περιβάλλον (όπως τα αιγυπτιακά, τα αρχαία περσικά κλπ.). Kαθώς όμως η αρχαία και η νέα ελληνική είναι δύο διαφορετικές γλώσσες ως προς τη δομή (φωνολογία, μορφολογία, σύνταξη, λεξιλόγιο κλπ.), μπορούμε να αντιληφθούμε γιατί η λέξη χρυσός, για παράδειγμα, είναι κληρονομημένη για τη νέα ελληνική αλλά δάνεια για την αρχαία ελληνική.

1.4. Eιδικές κατηγορίες δανείων

Δύο κατηγορίες δανείων παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ιστορία της ελληνικής γλώσσας.

H πρώτη είναι τα αντιδάνεια. Ως τέτοια χαρακτηρίζονται τα δάνεια που δέχτηκε η ελληνική από κάποια γλώσσα σε μια δεδομένη χρονική στιγμή, τα οποία όμως είχε επίσης δανειστεί από παλαιότερη μορφή της ελληνικής η γλώσσα από την οποία έγινε ο δανεισμός. Oι λέξεις αυτές, δηλαδή, “ξαναγύρισαν” (και μάλιστα εντελώς τυχαία) στην ελληνική γλώσσα, αφού προηγουμένως αποτέλεσαν λεξικό στοιχείο μιας άλλης γλώσσας. Aυτό είχε ως αποτέλεσμα να ακολουθήσουν τις φωνητικές κλπ. εξελίξεις της και, κατά συνέπεια, να επιστρέψουν με αλλαγμένη μορφή και, συχνά, σημασία. Aντιδάνειο είναι για παράδειγμα η λέξη μπράτσο, αφού προέρχεται από το ιταλικό braccio (ή το βενετσιάνικο brazzo), το οποίο ανάγεται στο λατινικό bracchium, που με τη σειρά του είναι δάνειο από το αρχαίο ελληνικό βραχίων. Ως αντιδάνεια χαρακτηρίζονται κυρίως λέξεις λαϊκής προέλευσης (Αναστασιάδη- Συμεωνίδη 1985β).

H δεύτερη κατηγορία αφορά λέξεις αποκλειστικά λόγιας προέλευσης. Eίναι λέξεις που δημιουργήθηκαν στις νεότερες ευρωπαϊκές γλώσσες ως επιστημονικοί κυρίως όροι με βάση αρχαία ελληνικά (ή λατινικά) γλωσσικά στοιχεία, τα οποία ονομάζονται συμφύματα. Oι λέξεις αυτές πέρασαν στη συνέχεια και στη νέα ελληνική. Tο γεγονός όμως ότι σχηματίστηκαν με βάση αρχαία ελληνικά γλωσσικά στοιχεία δίνει στον ομιλητή της νέας ελληνικής την εντύπωση ότι πρόκειται για αυθεντικές αρχαίες ελληνικές λέξεις (του δίνει δηλαδή την εντύπωση διαχρονικού δανεισμού), ενώ πρόκειται για λόγιο εξωτερικό δανεισμό. Λέξεις όπως γεωλογία, καρδιολογία, υδρόμετρο δίνουν την εντύπωση αρχαίων ελληνικών λέξεων αλλά ανήκουν σε αυτή την κατηγορία, καθώς προέρχονται αντίστοιχα από τα γαλλικά géologie, cardiologie, hydromètre, τα οποία με τη σειρά τους σχηματίστηκαν με βάση τα αρχαία ελληνικά γεω-, -λογία, καρδιο-, υδρο-, -μετρον.

  1. Άλλα προϊόντα δανεισμού

Oι λέξεις, ωστόσο, δεν είναι τα μόνα προϊόντα γλωσσικού δανεισμού. Oι ίδιες είναι φορείς και άλλων γλωσσικών στοιχείων, τα οποία μπορούν επίσης να καταστούν ενεργά και δημιουργικά στοιχεία στη γλώσσα που τα δανείζεται. Ένα πρώτο τέτοιο στοιχείο είναι οι φθόγγοι. Yπάρχουν περιπτώσεις (αν και αρκετά σπάνιες) κατά τις οποίες ο δανεισμός ενός σχετικά μεγάλου αριθμού λέξεων από μια γλώσσα προσθέτει στο φωνητικό σύστημα της γλώσσας που δέχεται τα δάνεια αυτά έναν καινούριο φθόγγο. Tέτοια είναι η περίπτωση της λατινικής που δανείστηκε το φθόγγο [y] μέσω των δανείων που δέχτηκε από τα ελληνικά, φθόγγο που δεν υπήρχε μέχρι τότε στο φωνητικό της σύστημα.

Προϊόν δανεισμού μπορεί να είναι επίσης ένα μορφολογικό στοιχείο: ένα πρόθημα ή επίθημα. Tο ελληνικό επίθημα -άρης, μαρτυρημένο ήδη στη μεσαιωνική ελληνική, προέρχεται από το ελληνιστικό-άριος, που με τη σειρά του μπήκε στη γλώσσα μέσω των πολλών λατινικών λέξεων σε -arius που πέρασαν στην ελληνική κατά την ελληνιστική εποχή. Τα νεότερα χρόνια η ελληνική δανείστηκε από την τουρκική το επίθημα και σχηματίζει σήμερα επίθετα δηλωτικά χρώματος, π.χ. κεραμιδί, με βάση το επίθημα αυτό. Tέλος, εντελώς πρόσφατα, η νέα ελληνική δανείστηκε από τη γαλλική το επίθημα για τη δημιουργία άκλιτων λέξεων που δηλώνουν τρόπο, κατάσταση, συμπεριφορά κλπ., π.χ. κουρελέ (Αναστασιάδη- Συμεωνίδη 1985α, 89-110).

Τέλος, πρέπει να αναφερθεί ότι και ένα συντακτικό φαινόμενο μπορεί να αποτελέσει προϊόν δανεισμού. Στην κατηγορία αυτή μπορούν να αναφερθούν οι σημιτισμοί της Καινής Διαθήκης, οι περιπτώσεις δηλαδή κατά τις οποίες οι συγγραφείς επηρεάζονται από τη σύνταξη της μητρικής τους γλώσσας, της αραμαϊκής. Τέτοια περίπτωση σύνταξης συναντούμε στο Κατά Μάρκον 1.7(πρβ. Hoffmann, Scherer & Debrunner 1983, 2ος τομ. 117): έρχεται ο ισχυρότερός μου οπίσω μου, ουουκ ειμί ικανός κύψας λύσαι τον ιμάντα των υποδημάτων αυτού.

http://www.greek-language.gr/greekLang/studies/guide/thema_a7/

Μαρία Κακριδή-Φερράρι
Μετάφραση ξένων όρων

Η κινδυνολογική αντιμετώπιση της αθρόας εισαγωγής ορολογίας στους τομείς κυρίως της τεχνολογίας και των επιστημών, όπου εντοπίζεται ο μεγαλύτερος αριθμός των σύγχρονων δανείων, δεν λαβαίνει υπόψη της ότι το φαινόμενο οφείλεται στην απουσία παραγωγής τεχνολογίας ή επιστημονικής γνώσης από τη χώρα-αποδέκτη της ορολογίας. Συνεπώς, δεν έχει νόημα να αντιμετωπίζεται αποκλειστικά με την καταπολέμηση του απλού “συμπτώματος”, της μορφής δηλαδή που θα έχουν οι όροι, οι οποίοι θα αντιστοιχούν στις νέες έννοιες: της γλώσσας προέλευσης ή της γλώσσας-αποδέκτη. Στην ελληνική κοινωνία το πρόβλημα επιτείνεται από το γεγονός ότι πολλοί από τους νεόπλαστους στη γλώσσα προέλευσης όρους κατασκευάζονται, σύμφωνα με την ισχύουσα παράδοση, από ελληνικές ρίζες (π.χ. astrophysics, tomographie), πράγμα που ενισχύει τις εθνοκεντρικές ιδεολογικές στάσεις.

Ωστόσο, αν η λογική του γλωσσικού “καθαρισμού” δεν φτάνει σε ακραίες μορφές (δηλαδή να απαιτεί να αποδοθούν στην ελληνική δάνεια με ευρεία χρήση, π.χ. ρεπορτάζ –> ειδησιολογία, ή αφομοιωμένα ήδη στο κλιτικό και παραγωγικό σύστημα, π.χ. κουπόνι –> δελτάριο, και δεδομένης της πραγματικής ανάγκης λεξιλογικού εμπλουτισμού της γλώσσας-αποδέκτη λόγω της ιδιαίτερα ταχείας εξέλιξης της τεχνολογίας και των επιστημών, η επιθυμία μετάφρασης της ξένης ορολογίας μπορεί να εξυπηρετήσει συγκεκριμένους στόχους και έτσι να έχει θετικά αποτελέσματα. Οι στόχοι αυτοί συνίστανται:

α) στον εμπλουτισμό της γλώσσας-αποδέκτη με νέες λεξιλογικές μορφές πιο “ευέλικτες” παραγωγικά και πιο “διαφανείς” στους ομιλητές της απ’ ό,τι τα ξένα δάνεια, εφόσον θα αποτελούνται από γνωστά γλωσσικά στοιχεία, ήδη εν χρήσει στη γλώσσα-αποδέκτη

β) στην ενοποίηση της υπάρχουσας ορολογίας και τον σαφή καθορισμό της σχέσης σημείου-αντικειμένου αναφοράς για κάθε έννοια, δεδομένου ότι οι περισσότεροι όροι προς μετάφραση αποτελούν τεχνικούς όρους επιστημονικών πεδίων, οι οποίοι δεν χρησιμοποιούνται με τον ίδιο τρόπο ούτε με την ίδια γλωσσική μορφή από τους ειδικούς του κάθε κλάδου.

Οπωσδήποτε, όμως, τόσο η σχετική και όχι απόλυτη χρησιμότητα της “διαφάνειας” στο λεξιλόγιο όσο και η αναπόφευκτη ύπαρξη σημασιολογικής διαφοροποίησης στη χρήση της ορολογίας από τους διάφορους επιστήμονες καθιστούν την πλήρη επιτυχία των δύο παραπάνω στόχων ανέφικτη.

Στα ελληνικά, ένα μεγάλο μέρος μεταφραστικών δανείων εισήλθε τον 19ο αιώνα, κατά την περίοδο της δημιουργίας του νεοελληνικού κράτους. Την εποχή εκείνη έχουμε μαζική αντικατάσταση πολλών αφομοιωμένων (δηλαδή λαϊκών) τουρκικών και ιταλικών δανείων (μπαξές –> κήπος, μινίστρος –> υπουργός, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι κάποια από αυτά δεν επιζούν σε οικείες χρήσεις. Από την άλλη πλευρά όμως έχουμε και εισαγωγή μεγάλου μέρους μεταφραστικών δανείων και εκφράσεων από τα γαλλικά (εκνευρίζομαι, αξίζει τον κόπο, δίνω διαταγές, λαμβάνει χώρα). Η διαφορετική αυτή στάση και ανοχή απέναντι σε γλώσσες πρώην κατακτητών από τη μία και γλώσσες πολιτισμικού γοήτρου από την άλλη δείχνει και την ιδεολογική διάσταση του προβλήματος των δανείων και της μετάφρασής τους. Αντίθετα όμως με νεότερες απόπειρες μετάφρασης, το μεγαλύτερο μέρος των παλαιότερων μεταφραστικών δανείων είναι απολύτως ενταγμένο στη γλώσσα.

Στη σύγχρονη εποχή, οι φορείς που αναλαμβάνουν να μεταφράσουν εισαγόμενη ορολογία δεν είναι τόσο μεμονωμένες προσωπικότητες με κύρος, όπως σε προγενέστερες εποχές, όσο εντεταλμένες επιτροπές λογίων και ειδικών σε διάφορους επιστημονικούς τομείς. Τέτοιου είδους φορείς για τα ελληνικά είναι, μεταξύ άλλων, ο Ελληνικός Οργανισμός Τυποποίησης (ΕΛΟΤ), η Ακαδημία Αθηνών (Γραφείο Επιστημονικών ‘Ορων και Νεολογισμών), το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο (Γραφείο Ορολογίας), η Ελληνική Εταιρεία Ορολογίας (ΕΛΕΤΟ), το ‘Ιδρυμα Επεξεργασίας Λόγου (ΙΕΛ) και το Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας (ΤΕΕ)· επίσης, οι μονάδες ορολογίας των μεταφραστικών υπηρεσιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις Βρυξέλλες και το Λουξεμβούργο. Οι προσπάθειές τους επικεντρώνονται στη δημιουργία εκτεταμένων βάσεων δεδομένων με λεξικά ορολογίας για τις διάφορες επιστήμες. Εννοείται ότι η χρήση των όρων αυτών δεν περιορίζεται αποκλειστικά στα πλαίσια του επιστημονικού λόγου, μια και πολλοί από αυτούς έχουν πια περάσει σε καθημερινή χρήση.

Η επιτυχία μιας μετάφρασης όρου, το αν θα καταφέρει δηλαδή να αντικαταστήσει στη χρήση το αυτούσιο δάνειο ή όχι, είναι αποτέλεσμα αλληλεξάρτησης κοινωνικοϊδεολογικών και γλωσσικών παραγόντων. Εξαρτάται δηλαδή τόσο από τον ιδεολογικό προσανατολισμό και τους κοινωνικούς ή άλλους στόχους των ομάδων που πρωτοεισάγουν ή χρησιμοποιούν τον όρο όσο και τη στάση τους απέναντι στη γλώσσα προέλευσής του (ομάδες νέων, ομάδες επιστημόνων, καλλιτεχνών ή τεχνικών), συγχρόνως όμως και από καθαρά επικοινωνιακούς ή γλωσσικούς παράγοντες. Ως προς τους τελευταίους, οι γλωσσολόγοι επισημαίνουν συγκεκριμένα σημεία που πρέπει να προσεχθούν. Η ελληνική λέξη που επιλέγεται ως μετάφραση του ξένου όρου θεωρείται ότι καλό είναι:

α) να εισάγεται συγχρόνως με τον ξένο όρο, πριν προλάβει δηλαδή να καθιερωθεί ο τελευταίος, δεδομένου ότι, τουλάχιστον ως προς τα πολιτισμικά αντικείμενα, η λέξη που τα κατονομάζει έρχεται συνήθως συγχρόνως με αυτά. Είναι υπερβολικά δύσκολο να θέλουμε να επικρατήσει ο ελληνικός όρος, όταν το αυτούσιο ξένο δάνειο έχει γίνει πια μέρος της κοινής χρήσης της γλώσσας (π.χ. καρμπόν –> αντιγραφόχαρτο, τεστ-> δοκιμασία)
β) να είναι εξίσου οικονομική με τον ξένο όρο: να μην είναι ούτε πολυσύλλαβη ούτε περιφραστική, αν δεν είναι και αυτός (όχι π.χ. τηλεομοιότυπο κ.τ.ό. αντί για φαξ, ούτε μουσικοί αγώνες αντί για φεστιβάλ)
γ) να είναι σχηματισμένη σύμφωνα με τους κανόνες και τις συνήθειες της ελληνικής γλώσσας
δ) να δίνει τη δυνατότητα, όσο γίνεται, αναγωγής στην ξένη λέξη ακολουθώντας την αντίστροφη πορεία μετάφρασης, από τα ελληνικά στην ξένη γλώσσα:πολυμέσα –-> multimedia.

Οπωσδήποτε είναι πολύ δύσκολο να πληρούν οι ελληνικοί όροι όλα τα παραπάνω κριτήρια συγχρόνως. Σε τελική ανάλυση, η απόφαση ανήκει στους ίδιους τους ομιλητές μιας κοινωνίας, πράγμα το οποίο συχνά λησμονούν οι φορείς που προτείνουν τις διάφορες μεταφράσεις.

Εγκυκλοπαιδικός Οδηγός
http://www.komvos.edu.gr/glwssa/odigos/thema_d12/d_12_thema.htm