Γιώργος Θεοτοκάς
Λεωνής, απόσπασμα
17 Μαΐου
Ειδήσεις από τη Μικρασία. Κάρτα του Στασινού από την Προύσα. Γράμμα του Παύλου από την Κιουτάχεια. Δεν κατόρθωσαν ακόμα να συναντηθούν.
Ο Παύλος γράφει:
«Χτες τη νύχτα ήθελα να είμαι μόνος, προχώρησα στα χωράφια και στάθηκα μακριά από τους άλλους και κοίταζα τα άστρα. Ξεχάστηκα έτσι αρκετή ώρα και δε θυμούμαι πια πολύ καλά τί συλλογιζόμουν, νομίζω αναπόλησα διάφορα περιστατικά της ζωής μου, καθώς κι όλους εσάς, κι η καρδιά μου ήτανε βαριά χωρίς να ξέρω γιατί. Στο τέλος συλλογίστηκα: Τώρα ποιος είμαι εγώ και τί γυρεύω εδώ; Αυτό το ερώτημα με στενοχώρησε ακόμα πιο πολύ, γιατί δεν ήξερα τί να απαντήσω στον εαυτό μου. Μα ύστερα έβαλα στο νου μου την Ελλάδα και μου φάνηκε σαν μια γυναίκα λυπημένη και περήφανη, με ευγενικό πρόσωπο και με λαβωμένα πόδια και με πολύτιμα ντυσίματα ξεσκισμένα, κι έλεγα τότε μέσα μου: Ό,τι κι αν είναι, αυτή είναι η Πατρίδα μου και μ’ έστειλε εδώ, μέσα σ’ αυτούς τους άγριους κάμπους, με το θάνατο που παραμονεύει παντού ολόγυρα, επειδή έχει την ανάγκη μου. Αυτά συλλογίστηκα και γύρισα ανάμεσα στους άλλους ξεκουρασμένος…»
29 Μαΐου
Στην αρχή ήταν ο Πόλεμος,
Ή μπορεί να πει κανείς: Στην αρχή ήταν η Ελλάδα με τα λαβωμένα πόδια.
Ή ακόμα: Στην αρχή ήταν η Ιστορία, το μεγάλο ατίθασο κύμα, μια απάνω και μια κάτω.
Και εγώ μέσα στην Ιστορία, στην κορυφή του κύματος ή στην άκρη του χάσματος που ανοίγει έξαφνα και ρουφά τα πάντα.
Ίλιγγος! Η μοίρα μου. Η μοίρα μας.
Γιώργος Θεοτοκάς
Λεωνής