Πρόδρομος Χ. Μάρκογλου
Ο Μαυρουδής
Γυρνούσε όλη μέρα στους δρόμους. Στα σκουπίδια και τους μπαχτσέδες. Δεν μιλούσε, έβγαζε μόνον μικρές κραυγές. Ξυπόλυτος χειμώνα καλοκαίρι περπατούσε. Ποτέ δεν πείραξε άνθρωπο. Δεν άπλωνε το χέρι να ζητήσει. Οι γυναίκες του δίναν φαγητό και κάποτε ένα παλιό ρούχο. Ήταν εποχές που δεν περίσσευαν. Αέρας, ήλιος και βροχή χάιδευαν το κουρεμένο του κεφάλι. Τα βράδια κατέβαινε στο λιμάνι, στα μπλόκια, έπαιζε φυσαρμόνικα. Οι καπνεργάτες του δίναν καπνό να στρίβει τσιγάρα. Κανείς δεν γνώριζε από πού είχε έρθει. Τον φώναζαν Μαυρουδή.
Ύστερα χάθηκε. Πρώτες το πρόσεξαν οι γυναίκες, καθώς δεν βλέπαν τη σκιά του να πέφτει στους στενούς δρόμους, στους χαμηλούς τοίχους.
Ένα πρωί δεμένους χειροπόδαρα, τους πέταξαν στην πλατεία. Παλικάρια σχεδόν αμούστακα. Ένα γύρω στρατιώτες να τους φρουρούν. Χτυπημένοι. Με σχισμένα τ΄αποφόρια, μες στο αίμα. Κι ανάμεσά τους ο Μαυρουδής. Μεγάφωνα μεταδίδαν προτροπές και πατριωτικά άσματα. Εμβατήρια.
Να φτάνουν μάνες χαροκαμένες, να κλαίνε, να φτύνουν, να βρίζουν, να προτρέπουν τους φρουρούς να τουφεκίσουν τα κτήνη.
Κι άλλες μάνες να φτάνουν, χαροκαμένες, στα μαύρα τους τριμμένα ρούχα, να μένουν παράμερα, να δαγκώνουν τα μαντίλια, πνιγμένες στο κλάμα, να εκλιπαρούν για τα παιδιά τους, να εκλιπαρούν να προσφέρουν μια κουβέρτα, λίγο ψωμί στους συντριμμένους, να εκλιπαρούν και για τον Μαυρουδή που ήταν ορφανός και χαμένος.
Να φυσάει ο παγωμένος αέρας στους γονατισμένους, να πέφτει το χιόνι στα κορμιά τα ριγμένα.
Πρόδρομος Χ. Μάρκογλου,
Ο Μαυρουδής, Διέφυγε το μοιραίον, Ιστολόγιο Μπονζάι