Μενέλαος Λουντέμης
«Ένα παιδί μετράει τ’ άστρα»
(απόσπασμα 3)
Έκανε κρύο. Κάποια στιγμή φτάσανε στο κονάκι του, κι ο δάσκαλος άνοιξε την πόρτα και του ‘κανε «ορίστε».
Ο Μέλιος μπήκε διστάζοντας.
-Σφίξε πρώτα ένα ρούμι… είπε ο δάσκαλος, κατεβάζοντας μια μπουκάλα. Κάνει καλό στο ξεπάγιασμα. Στο αναμεταξύ, εγώ ανάβω τη σόμπα. Δε μου είπες, όμως, τ’ όνομά σου.
-Μέλιος.
-Δικούς σου έχεις; Όχι.
Έσκισε μ’ ένα παλιομάχαιρο λίγο δαδί και το ‘χωσε στη σόμπα.
-Κακό… Ένα είδος συγγενείς, βέβαια, είναι και… τα βιβλία, αλλά, όπως και να το πεις… να, κι εγώ έρημος είμαι δω.
Είχε μια θλίψη όλη η κάμαρα, καθώς την έδειχνε.
-Ώστε, σα να λέμε, είσαι διαβασμένος… του λέει λίγο πιο ύστερα. Και πού τα εξοικονόμησες τα βιβλία;
-Απ’ τον καντηλανάφτη.
-Ω… ο Περδικόπουλος!
-…Τ’ άλλα τ’ αγόρασα.
Ο δάσκαλος έτριψε ένα σπίρτο και το πέταξε στη σόμπα.
-Κρίμα να μη γνωριζόμαστε ενωρίτερα… θα γλίτωνες τόσα έξοδα. Κοίτα…
Τα ράφια του ήταν γεμάτα.
-Ιστορία, Λογοτεχνία, Ποίηση… Φιλοδοξώ να πάω για μετεκπαίδευση. Εσύ;
-Θα δουλέψω όλο το χρόνο, και το φθινόπωρο θα ξαναπάω στο Γυμνάσιο.
-Σε ποιά τάξη;
-Στην τρίτη.
-θα τα πας πολύ καλά με τα μαθήματα… μα… όχι και με τους δασκάλους. Δε θα σου συγχωρήσουν ποτέ την πολυμάθειά σου.
-Όχι όλοι… είπε δειλά ο Μέλιος.
-Μπράβο!… Λοιπόν, φίλε μου — είμαστε φίλοι, ε; — θα σου πω κάτι… Νομίζω πώς ήμουν ναυαγός σ’ ένα ακατοίκητο νησί, και ξαφνικά βρήκα έναν άνθρωπο, θα ‘ρχεσαι κάθε μέρα… ε;
-Φυλάω τα γελάδια… είπε ο Μέλιος.
-A, ναι, ξέχασα… Τότε λοιπόν τα βράδια. Έ; Σε βλέπω αναποφάσιστο.
-Όχι… αλλά… έκανε κομπιάζοντας ο Μέλιος… άμα τον αφήσω μόνον, κλαίει…
-Ποιος;
-Ο… ο … Μπάλιος.
-Μπάλιος; Τί σου είναι τούτος;
-Είμαστε πολύ φίλοι.
-Τσομπανόπουλο;
-Τσομπανόσκυλο.
-Χα!… είπε ο δάσκαλος, κάπως πειραχτικά. Βλέπω είσαι και ζωόφιλος.
-Όχι… Τον γλύτωσα από ένα πηγάδι, και τώρα αγριεύεται να μείνει μόνος. Φοβάται πως θα τον ξαναρίξουνε.
-Συγχώρεσέ με… λέει ο δάσκαλος σοβαρά. Είσαι πονετική καρδιά. Κι εγώ δεν πάω παραπίσω. Έχω κι εγώ έναν Μεϊντάνη κάτου.
-Ρε, Μεϊντάνη! Έλα πάνω!…
Ένα καψαλό σκυλί έβγαλε καχύποπτα το κεφάλι του.
-Του είχανε δεμένο στην ουρά του έναν τενεκέ και του τον έλυσα. Κι από τότε περιμαζεύτηκε εδώ. Που τον κοιμίζεις εσύ;
Ο Μέλιος έσκυψε ντροπιασμένος το κεφάλι.
-Ξεπαγιάζουνε τα πόδια μου… είπε, χώνοντας αμήχανα το δάκτυλο μες το ποτήρι.
-Και λοιπόν;
-Έρχεται και κάνει κουλούρα γύρω στα πόδια μου.
Ο δάσκαλος τον κοίταξε συγκινημένος.
-Λοιπόν, έχεις σπουδαίο φίλο, Μέ… Μέ…
-Μέλιο.
-Μέλιο, σε ζηλεύω… Πάρε το φίλο σου καμιά μέρα και φέρτονε, να κάνουνε παρέα με το Μεϊντάνη. Θα ΄χει κι αυτός ο φουκαράς λίγη συντροφιά.
-Τι λες;
-Καλά, είπε ο Μέλιος.
Μενέλαος Λουντέμης,
Ένα παιδί μετράει τ’ άστρα