Ε. H. Gombrich
Η τέχνη και οι καλλιτέχνες
[…] Εφόσον λοιπόν δεν υπάρχουν κανόνες για να κρίνουμε αν ένας πίνακας ή ένα άγαλμα πέτυχε, είναι συνήθως αδύνατο να εξηγήσουμε με λόγια γιατί ακριβώς πιστεύουμε πως αποτελεί μεγάλο έργο τέχνης. Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει πως ένα έργο είναι εξίσου καλό με οποιοδήποτε άλλο, ή πως είναι ανώφελο να συζητούμε για θέματα γούστου. Αν δεν ωφελούν σε τίποτε άλλο οι συζητήσεις για την τέχνη, μας κάνουν τουλάχιστον να κοιτάζουμε προσεχτικά τους πίνακες, και όσο περισσότερο τους κοιτάζουμε, τόσο συχνότερα παρατηρούμε σημεία που μας είχαν διαφύγει. Έτσι αρχίζουμε να διαισθανόμαστε το είδος της αρμονίας που προσπάθησε να πετύχει κάθε γενιά καλλιτεχνών. Όσο πιο πολύ καταλαβαίνουμε αυτές τις αρμονίες, τόσο περισσότερο τις χαιρόμαστε, και στο κάτω κάτω αυτό είναι το πιο σημαντικό. Η παλιά ρήση ότι δε χωρεί συζήτηση σε θέματα γούστου ίσως να είναι σωστή, αυτό όμως δεν πρέπει να μας κάνει να αγνοήσουμε το γεγονός ότι το γούστο μπορεί να εξελιχθεί. Για όσους δεν πίνουν τσάι, ένα είδος τσαγιού μπορεί να μοιάζει ακριβώς με κάποιο άλλο. Αν όμως έχουν τον καιρό, την επιθυμία και την ευκαιρία να διερευνήσουν τις λεπτότητες της διαφοράς ανάμεσα στα είδη, είναι πιθανόν να γίνουν «ειδήμονες» (connoisseurs) και να ξεχωρίζουν με ακρίβεια τον τύπο και το χαρμάνι του τσαγιού που προτιμούν. Κι η γνώση αυτή θα μεγαλώσει χωρίς άλλο την απόλαυσή τους από τα πιο εκλεκτά χαρμάνια.
Το γούστο στην τέχνη είναι, αναμφισβήτητα, κάτι απείρως πιο περίπλοκο από το γούστο στην τροφή και στο ποτό. Το θέμα δεν είναι μόνο να ανακαλύψεις διάφορες λεπτές γεύσεις, αλλά κάτι πιο σοβαρό και πιο σημαντικό. Σε τελευταία ανάλυση, οι μεγάλοι καλλιτέχνες έδωσαν ό,τι μπορούσαν σ’ αυτά τα έργα, υπέφεραν γι’ αυτά, ίδρωσαν για να τα φτιάξουν, και έχουν, το λιγότερο, το δικαίωμα να ζητήσουν από μας να προσπαθήσουμε να καταλάβουμε τι θέλησαν να κάνουν.
Τα όσα μπορούμε να μάθουμε για την τέχνη δεν έχουν τελειωμό. Πάντα μένουν καινούρια πράγματα ν’ ανακαλύψουμε. Τα μεγάλα έργα τέχνης φαίνονται διαφορετικά κάθε φορά που τα κοιτάμε. Μοιάζουν να είναι τόσο ανεξάντλητα και απρόβλεπτα όσο και οι άνθρωποι. Είναι από μόνα τους ένας συναρπαστικός κόσμος, με τους δικούς του παράξενους νόμους, τις δικές του περιπέτειες. Κανένας δεν πρέπει να νομίζει πως ξέρει τα πάντα γι’ αυτόν, γιατί κανένας δεν μπόρεσε ποτέ να τα μάθει. Τίποτε ίσως δεν είναι τόσο σημαντικό όσο τούτο: για να χαρούμε αυτά τα έργα χρειάζεται ένα φρέσκο μυαλό, ένα μυαλό που να είναι έτοιμο να συλλάβει κάθε νύξη και να ανταποκριθεί σε κάθε κρυμμένη αρμονία, ένα μυαλό που, πάνω απ’ όλα, δεν είναι παστωμένο με ηχηρές λέξεις και στερεότυπες φράσεις. Είναι πολύ καλύτερα να μην ξέρει κανείς τίποτε για την τέχνη, παρά να έχει το είδος της ημιμάθειας που εκτρέφει τον σνομπισμό.
Το Χρονικό της Τέχνης, σ. 35-36