Γιώργος Σεφέρης
Θεόφιλος
Μια φορά κι έναν καιρό, καθώς λένε, ένας φούρναρης παράγγειλε σ’ ένα φτωχό ζωγράφο να τονε ζωγραφίσει την ώρα που φούρνιζε ψωμιά. Ο ζωγράφος άρχισε να δουλεύει, και όταν καταπιάστηκε να εικονίσει το φουρνιστήρι, αντί να το φτιάξει οριζόντιο, σύμφωνα με την προοπτική, το έφτιαξε κάθετο, δείχνοντας όλο του το πλάτος· έπειτα, με τον ίδιο τρόπο, ζωγράφισε πάνω στο φουρνιστήρι κι ένα καρβέλι. Πέρασε ένας έξυπνος άνθρωπος και του είπε: «Το ψωμί, έτσι που το ‘βαλες, θα πέσει». Ό ζωγράφος αποκρίθηκε, χωρίς να σηκώσει το κεφάλι: «Έννοια σου· μόνο τα αληθινά ψωμιά πέφτουν· τα ζωγραφισμένα στέκουνται- όλα πρέπει να φαίνουνται στη ζωγραφιά!»
Το παραμύθι αυτό μου θυμίζει έναν πολύ μεγάλο τεχνίτη, που επειδή ακριβώς «όλα πρέπει να φαίνονται στη ζωγραφιά», ιστορίζοντας την άποψη του Τολέδου, έβγαλε από τη μέση, με το δικαίωμα της τέχνης του, το νοσοκομείο του Δον Χουάν Ταβέρα και το τοποθέτησε σ’ ένα χάρτη. Ο μεγάλος τεχνίτης, το ξέρετε, είναι ο Κρητικός Δομήνικος Θεοτοκόπουλος, και ο ζωγράφος του παραμυθιού είναι ο Μυτιληνιός Θεόφιλος Γ. Χατζημιχαήλ, «άλλοτε οπλαρχηγός και θυροφύλαξ εν Σμύρνη».
Η παραβολή μου δεν είναι ασέβεια. Γιατί ή μεγάλη διάκριση δεν είναι, ανάμεσα στους πολύ μεγάλους και στους μικρότερους τεχνίτες, που ξεκινά τις περισσότερες φορές από μια εγκυκλοπαιδική ή μια τουριστική διάθεση, αλλά ανάμεσα σ’ εκείνους που έφεραν έστω και μια σταγόνα λάδι στο φάρο της τέχνης, και σ’ εκείνους που η ύπαρξή τους είναι για την τέχνη αδιάφορη. Το πρώτο ζήτημα δεν είναι ποιος είναι μεγάλος και ποιος είναι μικρός, αλλά ποιος κρατάει την τέχνη ζωντανή. Ένας από τους ελάχιστους ανθρώπους που βλέπω σα μια πηγή ζωής για τη σύγχρονη ζωγραφική μας είναι ό Θεόφιλος. Τα ψωμιά του δεν έπεσαν στέκουνται, για να μεταχειριστώ τα δικά του τα λόγια· στέκουνται και θρέφουν.
Ο Θεόφιλος μας έδωσε ένα καινούργιο μάτι· έπλυνε την δράση μας όπως αυγάζει ο ουρανός, και τα σπίτια, και το κόκκινο χώμα, και το παραμικρό φυλλαράκι των θάμνων, ύστερα από την κάθαρση ενός απόβροχου· κάτι από αυτόν τον παλμό της δροσιάς. Μπορεί να μην είναι δεξιοτέχνης, μπορεί η αμάθειά του σε τέτοια πράγματα να είναι μεγάλη. Όμως αυτό το τόσο σπάνιο, το ακατόρθωτο πριν απ’ αυτόν για το ελληνικό τοπίο: μια στιγμή χρώματος και αέρα, σταματημένη εκεί μ’ όλη την εσωτερική ζωντάνια της και την ακτινοβολία της κίνησής της· αυτό τον ποιητικό ρυθμό — πώς να τον πω αλλιώς —που συνδέει τα ασύνδετα, συγκρατεί τα σκορπισμένα και ανασταίνει τα φθαρτά· αυτή την ανθρώπινη ανάσα που έμεινε σ’ ένα ρωμαλέο δέντρο, σ’ ένα κρυμμένο άνθος ή στο χορό μιας φορεσιάς· αυτά τα πράγματα που τ’ αποζητούσαμε τόσο πολύ, γιατί μας έλειψαν τόσο πολύ· αυτή τη χάρη μας έδωσε ο Θεόφιλος […] ένα παραμύθι. […]
Γιώργος Σεφέρης, Θεόφιλος, Δοκιμές