Μιχαήλ Μήτρας
Η εκδοχή μιας συνάντησης
Ημέρα βροχερή με γκρίζο φως πίσω απ΄το τζάμι της καφετέριας
Βγάζοντας αργά τα μαύρα της γάντια τον κοίταξε
Ένας αδέξιος διάλογος με διαστήματα σιωπής και βλέμματα
Στο φλυτζάνι πάγωνε το τσάι, με χρώμα που σκούραινε
Ένας συνεχής θόρυβος: συνομιλίες, σερβιρίσματα, τηλεοπτικό ρεπορτάζ για τον πόλεμο, κινητά τηλέφωνα, μαρσάρισμα μοτοσυκλέτας
“Δεν είναι αυτό που νομίζεις”, του είπε χαμηλόφωνα
Ένιωσε σαν να βρισκόταν σε άδειο δωμάτιο
Προς στιγμήν τράβηξε την προσοχή του η πρωτοσέλιδη είδηση της εφημερίδας που διάβαζε κάποιος δίπλα τους
Μια φωτεινή λωρίδα στο δάπεδο
Όπως η αιφνιδιαστική ανάμνηση ενός γεγονότος: πριν δεκαοκτώ χρόνια σε υπεραστικό λεωφορείο, διασχίζοντας το ορεινό τοπίο ενός νησιού καθώς τέλειωνε το καλοκαίρι
Από την τσάντα έβγαλε το κραγιόν κι άρχισε να βάφει τα χείλη της, κλείνοντας τα μάτια
Καθώς η πόλη έπαιρνε τη νυχτερινή της όψη
Το πρωί της ίδιας μέρας στη μπεζ ατμόσφαιρα του γραφείου, όταν της τηλεφώνησε κι εκείνη δίσταζε
“Μήπως αύριο το απόγευμα;” άκουσε τη φωνή του αλλαγμένη από την αδημονία
Στον καθρέφτη του ασανσέρ είδε τα πρόσωπά τους, προσπαθώντας να αποφύγουν το βλέμμα του
Βγήκε στο δρόμο και με γρήγορο βηματισμό περιπλανήθηκε για ώρες στην πόλη, φαντασιώνοντας εκδοχές της αυριανής τους συνάντησης
Την άλλη μέρα εκείνη ήρθε φορώντας γυαλιά ηλίου, κι ας ήταν προχωρημένο απόγευμα
Η αφή του δέρματος σε μια χειραψία αναδρομικής οικειότητας
Παρατήρησε τα μαλλιά της υγρά απ΄τη βροχή
“Πού το θυμήθηκες τώρα αυτό,…”, είπε σχεδόν ενοχλημένη
Η εικόνα ενός ανθισμένου κήπου πέρασε από το μυαλό του αστραπιαία για να ακολουθήσει αμέσως μετά η εικόνα μιας βραχώδους ακτής
Βγαίνοντας απ΄τον κλειστό χώρο, διαπίστωσαν ότι η βροχή είχε σταματήσει κι εκείνος πρότεινε να βαδίσουν μες στη νύχτα
Ο θόρυβος ενός αυτοκινήτου τον εμπόδισε ν΄ ακούσει την απάντησή της
Μιχαήλ Μήτρας,
Η εκδοχή μιας συνάντησης, Ιστολόγιο Μπονζάι