You Were But a Ghost in My Arms – Agalloch
Like snowfall, you cry a silent storm.
Your tears paint rivers on
this oaken wall…
Amber nectar, misery ichor,
Cascading in streams of hallowed form.
For each stain, a forsaken shadow.
You are the lugubrious spirit,
Etched in the oak of wonder.
You are the sullen voice and
the silent storm.
Each night I lay, awakened by
her shivering silent voice,
From the shapes in the corridor walls.
It pierces the solitude,
Like that of a distant scream,
In the pitch black forest of
my delusion…
With each passing day,
A deeper grave…
Δεν ήσουν παρά ένα φάντασμα στην αγκαλιά μου
Σαν χιονόπτωση, δακρύζεις μια σιωπηλή καταιγίδα.
Τα δάκρυά σου ζωγραφίζουν ποτάμια
σ’ αυτό το δρύινο τοίχο …
Ήλεκτρο νέκταρ, δυστυχία ιχώρ,
καταρράκτες που σχηματίζουν ρέματα με ιερή μορφή.
Για κάθε κηλίδα, μια σκιά εγκαταλειμμένη.
Είσαι το θλιβερό πνεύμα,
χαραγμένο στη βελανιδιά του θαύματος.
Είσαι η σκυθρωπή φωνή και
η σιωπηλή καταιγίδα.
Κάθε βράδυ καθόμουν, ξύπνιος από την
τρεμάμενη σιωπηλή φωνή της,
από τα σχήματα στους τοίχους στο διάδρομο.
Διαπερνά τη μοναξιά,
όπως μια μακρινή κραυγή,
στο κατάμαυρο δάσος της
αυταπάτης μου …
Με κάθε μέρα που περνά,
Ένας βαθύτερος τάφος …