Κώστας Καρυωτάκης
[Είμαστε κάτι…]
Στο ποίημα του Καρυωτάκη «[Είμαστε κάτι…]» (1927) καταδηλώνεται εναργέστερα η απομάκρυνση των ποιητών από την κοινωνική πραγματικότητα και η αναγκαστική, επιβαλλόμενη εκ των έσω, καταφυγή τους στην τέχνη. Στο συγκεκριμένο ποίημα ο ποιητής αισθάνεται δυσθυμία, καθώς συνειδητοποιεί πως, παρ’ ότι ζει σε μια άκρως αντιποιητική εποχή, η καταφυγή του στην ποιητική τέχνη είναι για τον ίδιο μονόδρομος, διότι συνιστά τον σκοπό της ύπαρξής του:
Μας διώχνουνε τα πράγματα, κι η ποίησις
είναι το καταφύγιο που φθονούμε.
Ειρήνη Σπυριδάκη, Κώστας Καρυωτάκης: «Η ποίησις είναι το καταφύγιο που φθονούμε»
[Είμαστε κάτι…]
Είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένες
κιθάρες. Ο άνεμος, όταν περνάει,
στίχους, ήχους παράφωνους ξυπνάει
στις χορδές που κρέμονται σαν καδένες.
Είμαστε κάτι απίστευτες αντένες.
Υψώνονται σα δάχτυλα στα χάη,
στην κορυφή τους τ’ άπειρο αντηχάει,
μα γρήγορα θα πέσουνε σπασμένες.
Είμαστε κάτι διάχυτες αισθήσεις,
χωρίς ελπίδα να συγκεντρωθούμε.
Στα νεύρα μας μπερδεύεται όλη η φύσις.
Στο σώμα, στην ενθύμηση πονούμε.
Μας διώχνουνε τα πράγματα, κι η ποίησις
είναι το καταφύγιο που φθονούμε.
Κώστας Καρυωτάκης, Ελεγεία και Σάτιρες, 1927