Ντίνα Δασκαλοπούλου
Ηπείρου και Πατησίων
έξι πρόσωπα αφηγούνται την άγνωστη ιστορία τους
(τα κείμενα γράφηκαν ενώ οι μετανάστες αυτοί πραγματοποιούσαν απεργία απείνας)
(φωτογραφία: Άγγελος Τζωρτζίνης)
[…] Χασάν
30 χρονών, 6 χρόνια μετανάστης
«Ο πατέρας μου ήταν ταξιτζής. Έχω τρία αδέρφια. Κανένας άλλος δεν σπούδασε από την οικογένειά μου, όμως εγώ ήθελα τόσο πολύ να πάω στο πανεπιστήμιο. Ήξερα από τότε πως οι πτυχιούχοι δεν βρίσκουν δουλειά, πολύ περισσότερο όσοι σπουδάζουν ανθρωπιστικές επιστήμες, αλλά ήμουν 17 χρονών κι αγαπούσα με πάθος την Ιστορία. Πίστευα πως εγώ θα τα καταφέρω κι όχι μόνο θα περάσω στο πανεπιστήμιο, αλλά στο τέλος θα γίνω και καθηγητής, θα κάνω έρευνα, θα είμαι για πάντα χωμένος στις πανεπιστημιακές βιβλιοθήκες. Στρώθηκα στο διάβασμα και πέρασα στους 10 πρώτους. Δεν έχασα ποτέ μάθημα, δεν έχασα ποτέ εξεταστική. Τελείωσα με άριστα. Μάλιστα, η διατριβή μου εκδόθηκε σε βιβλίο. Κι άρχισα να ψάχνω για μια θέση λέκτορα. Στην αρχή στα πανεπιστήμια της πρωτεύουσας, μετά σε όλα, μέχρι και σε κολέγια. Μετά από δυο χρόνια κατάλαβα πως μου έλειπε το βασικό προσόν: εμένα ο πατέρας μου δεν ήταν πανεπιστημιακός… Εγκατέλειψα το όνειρό μου. Λέω: Χασάν, τώρα πρέπει να επιβιώσεις, δεν είναι καιρός για όνειρα. Άρχισα να ψάχνω για μια οποιαδήποτε δουλειά. Σε μαγαζιά, σε εταιρείες, ακόμα και στο δήμο οδοκαθαριστής θα πήγαινα. Μετά κατάλαβα πως μου έλειπε ένα ακόμα προσόν: δεν είχα κανένα κονέ, δεν μπορούσα να βρω δουλειά πουθενά, ούτε στην καθαριότητα. Τότε αποφάσισα να φύγω. Ήθελα να έρθω ειδικά στην Ελλάδα: είχα διαβάσει τόσα στο πανεπιστήμιο, είχα δει ντοκιμαντέρ. Δεν το είπα σε κανέναν, το τελευταίο βράδυ που έφαγα με τους δικούς μου φερόμουν σαν να είναι οποιοδήποτε βράδυ.
»Πέρασα αμέσως τα σύνορα και ήμουν τυχερός και μετά. Δεν έμεινα ποτέ χωρίς δουλειά,. προσπαθούσα να έχω πάντα ένσημα, διότι ήθελα να ζήσω και να κάνω οικογένεια εδώ. Ήθελα πολλά παιδιά και μια γυναίκα να αγαπάω. Τώρα; Τώρα, αν δεν γίνει τίποτα, δεν με νοιάζει πια. Για τους δικούς σου, από την ώρα που φεύγεις μετανάστης είσαι ήδη σαν νεκρός, στρώνουν κάθε βράδυ τραπέζι κι εσύ λείπεις. Τους είπα να με κλάψουν 40 μέρες, κι αυτό ήταν. Κι εμείς, αν πεθάνουμε, θα κοιμόμαστε για πάντα ήσυχοι. Όμως, αυτοί που δεν μας δίνουν μια σφραγίδα δεν θα κοιμούνται ήσυχοι ποτέ. Θέλω να πω και μια κουβέντα στους Έλληνες φίλους που έκανα: Μπήκατε στην καρδιά μου. Ζήσαμε ευτυχισμένοι. Και σε όλους αυτούς που μας φέρθηκαν άσχημα, μας έφαγαν λεφτά: Σας τα χαρίζω. Σαν να μην έχει γίνει τίποτα. Αντίο σας».
Ντίνα Δασκαλοπούλου, Έψιλον, 20/02/ 2011 και http://daskalopoulou.gr/?p=2133