Μάριος Πλωρίτης
Εις ηθοποιούς ύμνοι
Βυζαντινά επιγράμματα για «σκηνικούς» και «ορχηστές»
ΑΣ ΚΑΝΟΥΜΕ ΣΗΜΕΡΑ μιαν ανάπαυλα στα πολιτικά μας, τα οδυνηρά και άλυτα. Κι ας στραφούμε στο Θέατρο που, αύριο, γιορτάζεται η Παγκόσμια Ημέρα του.
Όχι, δεν πρόκειται να σας ταλαιπωρήσω με τα μυριοειπωμένα ιστορικά και θεωρητικά της Σκηνής. Μόνο, σαν «φόρο τιμής» στους εορτάζοντες εργάτες της, ας θυμηθούμε κάποιους παλιούς υμνητές των τεχνιτών του Διονύσου. Και μάλιστα, μιας εποχής, που θεωρείται σαν ολότελα αντιθεατρική: το Βυζάντιο.
Αντίθετα με ό,τι συνήθως πιστεύεται, οι υπήκοοι της χριστιανικής αυτοκρατορίας κάθε άλλο παρά «αθεάτριστοι» μπορούν να χαρακτηρισθούν. Ίσα-ίσα, ήταν φιλοθεάμονες και χαροκόποι όσο λίγοι. «Πολύς ο Διόνυσος παρ’ ημίν βακχεύει», έγραψε ο θεατρόφιλος σοφιστής Λιβάνιος, τον 4ο αιώνα. Και εφτά αιώνες αργότερα, ο ιστορικός Λέων ο Διάκονος διαπίστωνε, ειδικά για τους κατοίκους της Πόλης: «Φιλοθεάμονες των άλλων ανθρώπων Βυζάντιοι”.
Βαθιά ενοχλημένοι, οι πατέρες της εκκλησίας (Βασίλειος, Γρηγόριος και, προπάντων, Χρυσόστομος) κατηγορούσαν αδιάκοπα τους «πιστούς» πως «διημερεύουν από άρθρον βαθέος μέχρις εσπέρας» στα θεάματα και δραπετεύουν απ’ τις εκκλησίες, για να παρακολουθήσουν τους μίμους, παντόμιμους και χορευτές, που οι ιεράρχες τους χαρακτήριζαν «αισχρούς, ακόλαστους, διεφθαρμένους και διαφθορείς» και «επινοήσεις του Διαβόλου»!
Του κάκου, όμως. Το «χριστεπώνυμον πλήρωμα» δεν έπαυε να συρρέει στα «βδελυρά» θεάματα. Και όχι μόνο ο «χύδην όχλος» διασκέδαζε με τους «σκηνικούς και θυμελικούς», αλλά και οι λόγιοι της εποχής γοητεύονταν απ’ τους «αριστείς» της σκηνής και τους αφιέρωναν επιγράμματα, που αποτελούν σπουδαία τεκμήρια της τέχνης κι εκείνων και τούτων. Αξίζει, λοιπόν, να τους αναπολήσουμε.
Οι πιο φανατικοί θαμώνες των θεάτρων ήταν, όπως φαίνεται, οι δικηγόροι που, από τη ρωμαϊκή εποχή, ονομάζονταν «σχολαστικοί». Κορυφαίος ανάμεσα στους νομικούς-επιγραμματοποιούς, ο Αγαθίας ο Σχολαστικός (536-582;) υμνούσε έτσι την «τραγωδόν και κιθαριστρίδα» Αριάδνη:
«Όταν η κόρη, πλήκτρο κρατώντας, αγγίζει την κιθάρα, της Τερψιχόρης οι χορδές βρίσκουν αντίζηλο στη μουσική της· όταν τη φωνή της, με τραγικό υψώνει πάθος, της ίδιας της Μελπομένης είναι η κραυγή. Κι αν ομορφιάς έστηναν κρίση, η ίδια θα νικιόταν η Αφροδίτη, ακόμα κι αν ο Πάρης ήτανε κριτής.
Μα σιωπή, εμείς —μην ο Διόνυσος ακούσει και της Αριάδνης ζηλέψει το κλινάρι». […]
Οι θαυμαστές, όμως, των τότε ηθοποιών και χορευτών δεν περιορίζονταν σε χειροκροτήματα και δώρα. Έστηναν στα «είδωλά» τους αγάλματα και πίνακες, φιλοτεχνημένους από κάποιους Degas της εποχής — και μάλιστα σε δημόσιους χώρους… Και οι ποιητές συνθέτανε επιγράμματα, όχι μόνο για τους ένσαρκους καλλιτέχνες, αλλά και για τα μαρμάρινα είδωλα τους.
Ο ανεξάντλητος Λεόντιος χαράζει τούτο το επίγραμμα για την «εικόνα» της αγαπημένης του Ελλαδίης:
«Είμαι η Ελλαδίη απ’ το Βυζάντιο, και στέκομαι εδώ, όπου, την άνοιξη, γιορτάζει ο λαός τον χορό, κι όπου η γη στα δυο χωρίζεται απ’ τον πορθμό (του Βοσπόρου)· γιατί δυο ήπειροι παίνεψαν τον χορό μου». […]
Ο άλλος σημαντικός επιγραμματοποιός — και αξιωματούχος του Μεγάλου Παλατιού — ο Παύλος ο Σιλεντιάριος (επιφορτισμένος με την «ησυχία» γύρω απ’ τον αυτοκράτορα) λατρεύει την «κιθαριστρίδα» Μαρία και γράφει για τον πίνακα που της είχαν στήσει:
«Την ομορφιά σου μόλις που μπόρεσε η γραφή να εικονίσει· άμποτε να μπορούσε.
να ζωγραφίσει και το γλυκό τραγούδι του μελένιου στόματος σου, έτσι που μάτια μας κι αυτιά μας το ίδιο να μαγεύονταν κι απ’ τη μορφή σου κι απ’ το παίξιμο της λύρας».
Η θεατρολαγνεία, όμως, δεν εμπόδιζε τους ποιητές να ειρωνεύονται τους ατάλαντους θεατρίνους. Ο άλλος σπουδαίος επιγραμματοποιός της εποχής, ο Παλλαδάς (355-450), σαρκάζει μ’ ένα δίστιχο τον «αφνή ορχηστή» Μέμφη:
«Τη Δάφνη και τη Νιόβη χόρεψε ο πλατσομύτης Μέμφης, σαν ξύλινος τη (φτεροπόδαρη) Δάφνη, σαν πέτρινος τη Νιόβη» (που την είχαν μεταμορφώσει σε πέτρα ο Απόλλωνας κι η Άρτεμη). […]
Μ’ όλο που ο Χριστιανισμός είχε γίνει επίσημη θρησκεία της αυτοκρατορίας, μ’ όλο που κράτος κι εκκλησία καταδίωκαν ανελέητα τους πιστούς της αρχαιοελληνικής θρησκείας, οι ποιητές δεν αντλούσαν έμπνευση παρά από την ελληνική μυθολογία και δεν έβρισκαν ωραιότερον έπαινο για τους ηθοποιούς και μουσικούς παρά την παρομοίωσή τους με τις Μούσες και με την άλλη χορεία των Ελλήνων θεών και ηρώων.
Ο Διόνυσος κι ο «θίασός» του κι οι τεχνίτες του δεν έπαψαν, και δεν παύουν, να κατανικούν τους κάθε εποχής Πενθείς και διώκτες τους…
Μάριος Πλωρίτης, Εις ηθοποιούς ύμνοι, Το Βήμα, 29/3/1992
1Έργα, τόμ. Α’, σελ. 280.
2Ιστορία, 61.8.