Χαρούλα Αποστολίδου
Ο χρόνος είναι αναπνοές
Εισαγωγικό σημείωμα
Ο Χρόνος Είναι Αναπνοές της Χαρούλας Αποστολίδου, εκδ. Βάρφης, 2018 είναι ένα μυθιστόρημα με έντονα τα στοιχεία ντοκιμαντέρ. Η συγγραφέας καταπιάνεται με ένα θέμα της τοπικής ιστορίας της Θεσσαλονίκης, την ιστορία του Λαϊκού Σανατορίου Ασβεστοχωρίου. Τέσσερις άνθρωποι που προσβλήθηκαν από τη φυματίωση στη μεσοπολεμική Ελλάδα αποτελούν τους κρίκους της ανθρώπινης αλυσίδας των έγκλειστων και περιθωριοποιημένων αρρώστων με την κοινή ζωή και την κοινή μοίρα, τη φυματίωση. Στο απόσπασμα (σελ. 14-15), συναντιούνται ως επιβάτες στο αστικό λεωφορείο, που συνδέει το Ασβεστοχώρι με τη Θεσσαλονίκη, φυματικοί, υπάλληλοι του Σανατορίου και κάτοικοι του χωριού, ζωντανεύοντας ένα ιδιότυπο σκηνικό κοινωνικών προκαταλήψεων και συνωμοσιολογίας.
«Φύλαγε τα ρούχα σου, να ‘χεις τα μισά!» συμπληρώνει ένας παππούλης. «Αυτοί οι τουρκόσποροι φταίνε. Αυτοί έφεραν όλες τις αρρώστιες. Ανάθεμα! Ανάθεμα τη φύτρα τους!» ξεσπάει μια παχουλή μαντάμ κάνοντας αέρα με τη βεντάλια της. «Κι όσο συγχύζομαι, τόσο ιδρώνω!» Κι όλο κουνά τη βεντάλια νευρικά, δεξιά-αριστερά, δεξιά-αριστερά, πάνω-κάτω. Το παρουσιαστικό της δεν ταιριάζει με τα λόγια της. Ένα τόσο καλοραμμένο ταγιέρ μάλλον προϋποθέτει άλλο λεξιλόγιο κι άλλη συμπεριφορά. Μα δεν κάνουν τα ράσα τον παπά… Αυτή τη φορά η σκέψη είναι δική μου.
«Ο φόβος είναι χειρότερος από την αρρώστια» ακούω να λέει μια νοσηλεύτρια, που στέκεται στη μέση του λεωφορείου από την αρχή του δρομολογίου. Γυρίζουν όλοι και την κοιτούν. Ο τόνος της αλλά και το παρουσιαστικό της δεν αφήνουν περιθώριο να την αμφισβητήσει κανείς, τουλάχιστον όχι φανερά. Η τσόχινη μπλε κάπα σκεπάζει το εύρωστο σώμα της. Έχει περήφανο αλλά ήσυχο βλέμμα. Ζει πάνω από δέκα χρόνια με τους φυματικούς, δεξί χέρι του γιατρού του Σανατορίου, Επαμεινώνδα Σακελλαρίου. Η Χρυσάνθη Καλλιαρέκου, λίγο πριν από τα σαράντα της, με τον καλοφτιαγμένο κότσο της και το καπέλο της Αδελφής Νοσοκόμας επαναλαμβάνει με πείσμα: «ο φόβος είναι χειρότερος από τη φυματίωση».
Κανείς δεν αντιδρά. Ούτε κι ο Φάκας. Όχι γιατί δεν έχει κάτι να πει, πάντα έχει. Εκείνη τη στιγμή όμως, ανάμεσα στους επιβάτες, την προσοχή του κλέβει το κορίτσι με τα κατσαρά μαλλιά. Δεν το βλέπει για πρώτη φορά. Εδώ και μήνες το έχει εντοπίσει μέσα από τα σύρματα του Σανατορίου. Και τώρα να, είναι μπροστά του, στα δυο μέτρα. Την τρώει με τα μάτια. Ένα στραβό χαμόγελο σχηματίζεται στα λεπτά του χείλη. Κάνει προσπάθεια να το πνίξει. Η Σουλτάνα κάνει πως δεν τον βλέπει.
Αχ αυτά τα μάτια! 0 Φάκας παραληρεί και νιώθει να θολώνει, όπως κάθε φορά που ανταμώνει το βλέμμα του με το μπλε των ματιών της. Παλεύει να το κρύψει. Την ίδια στιγμή η Σουλτάνα τακτοποιεί την πλεξούδα της κι ο Φάκας δαγκώνεται. Αχ αυτά τα μαλλιά! Η ζαλάδα του χειροτερεύει και δεν είναι από τις στροφές του δρόμου. Ακουμπά το πρόσωπό του σε ένα σιδερένιο χερούλι. Η παγωνιά του κάπως τον συνεφέρνει. Μέσα στο λεωφορείο βρίσκονται και γνωστοί του. Γείτονες και συγχωριανοί. Ώρα είναι τώρα, να δώσουμε και δικαιώματα… Οικογενειάρχης άνθρωπος…, σκέφτεται, καθώς ρίχνει το βλέμμα του έξω. Αλλά, τα μάτια της Σουλτάνας τον κυνηγούν παντού. Και στον ξύπνιο και στον ύπνο. Και τα καστανά μαλλιά της τον χαϊδεύουν, κάθε φορά, που κλείνει τα μάτια και ξεθυμαίνει στο σώμα της γυναίκας του.
« Ο φόβος είναι χειρότερος από το χτικιό» μουρμουρίζει η Σουλτάνα. Λαθρεπιβάτης κι η ίδια του συγκεκριμένου δρομολογίου, αφού είναι, εδώ κι έξι μήνες, ασθενής του Σανατορίου. Πρώτη φορά βγήκε από το Σανατόριο σήμερα το πρωί, κρυφά, αψηφώντας τις αυστηρότατες κυρώσεις του εσωτερικού κανονισμού του Ιδρύματος, που μπορεί να της κοστίσουν την οριστική αποβολή της. Το έσκασε, όταν έμαθε από τον Θόδωρο, το προηγούμενο βράδυ, πως η νονά της, η Φλώρα, η ίδια που μεσολάβησε για να μπει στο Σανατόριο, πέθανε. Ο Θόδωρος δεν ήξερε τη σχέση τους. Η Σουλτάνα, μήνες στο ‘Ιδρυμα, δε μιλούσε σε κανέναν. Μόνο άκουγε.