Philip Roth
Νέμεσις
Προτείνεται να μελετηθεί το παρόν κείμενο σε συνδυασμό με τα παρακάτω:
[Η μεθοδολογία της άρνησης του Ολοκαυτώματος] και Ο Χρόνος Είναι Αναπνοές:
Το παρακάτω απόσπασμα προέρχεται από το μυθιστόρημα του Φίλιπ Ροθ, «Νέμεσις» στο οποίο αποτυπώνεται μια επιδημία πολιομυελίτιδας που ξέσπασε το καλοκαίρι του 1944 στην Αμερική και ο αντίκτυπός της σε μια εβραϊκή κοινότητα του Νιου Τζέρζεϋ. Η πολιομυελίτιδα ήταν μια από τις πιο επίφοβες παιδικές ασθένειες του 20ού αιώνα. Οι επιδημίες πολιομυελίτιδας έχουν αφήσει ανάπηρους χιλιάδες ανθρώπους, συνήθως μικρά παιδιά.
Ήταν επτά το απόγευμα κι έξω ακόμα έφεγγε· κατέβηκε τους τρεις ορόφους από τα φαγωμένα σκαλιά της εξωτερικής ξύλινης σκάλας και στάθηκε να πει δυο λόγια με τους γείτονες, πριν ξεκινήσει για τη βόλτα του. Η γιαγιά του καθόταν μαζί τους μπροστά στο σπίτι, έχοντας ανάψει ένα κερί σιτρονέλας για να κρατάει μακριά τα κουνούπια. Καθισμένοι στις πτυσσόμενες καρέκλες τους συζητούσαν για την πολιομυελίτιδα. Οι μεγαλύτεροι, όπως η γιαγιά του, είχαν ζήσει την επιδημία του 1916 και ολοφύρονταν που τόσα χρόνια πέρασαν και η επιστήμη δεν είχε κατορθώσει να βρει θεραπεία για την ασθένεια ή να ανακαλύψει κανέναν τρόπο πρόληψης. Δείτε το Γουϊκγουέικ, έλεγαν, μια συνοικία καθαρή και υγιεινή όσο κι όλες οι άλλες συνοικίες της πόλης, κι όμως αυτό χτυπήθηκε περισσότερο. Συζητάνε, είπε κάποιος, να απαγορεύσουν να έρχονται μαύρες καθαρίστριες στη γειτονιά, μήπως και κουβαλάνε αυτές το μικρόβιο της πολιομυελίτιδας απ’ τις παράγκες τους. Κάποιος άλλος είπε ότι, κατά την εκτίμησή του, η ασθένεια εξαπλωνόταν μέσω του χρήματος, μέσω των χαρτονομισμάτων που περνούσαν από χέρι σε χέρι. Το σημαντικό, είπε, είναι να πλένεις πάντα τα χέρια σου, αν έχεις πιάσει χαρτονομίσματα ή κέρματα. Και η αλληλογραφία; Είπε κάποιος άλλος· δεν νομίζετε και σεις πως η αρρώστια θα μπορούσε να εξαπλώνεται και μέσω των επιστολών; Και τι να κάνεις, αντέτεινε ένας τρίτος, να αναστείλεις τις ταχυδρομικές διανομές; Θα πάγωναν τα πάντα στην πόλη.
[…]
«Είναι άσχημα τα πράγματα, Γιουτζήν. Ο κόσμος έχει ξεσηκωθεί. Έχει τρομοκρατηθεί. Όλοι φοβούνται για τα παιδιά τους. Δόξα τω Θεώ που έφυγες. Οι οδηγοί των λεωφορείων της γραμμής οκτώ και της δεκατέσσερα, λένε ότι δεν θα μπαίνουν στην περιοχή του Γουϊκγουέικ, παρά μόνο αν τους δώσουν προστατευτικές μάσκες. Οι ταχυδρόμοι δεν πάνε τα γράμματα. Οι οδηγοί των φορτηγών που φέρνουν εμπορεύματα στα μαγαζιά, στα μπακάλικα, στα βενζινάδικα, ούτε κι αυτοί θέλουν να μπαίνουν. Οι ξένοι που τυχαίνει να περνάνε με το αυτοκίνητο, έχουνε τα παράθυρα κλειστά, όση ζέστη κι αν κάνει. Οι αντισημίτες λένε ότι η πολιομυελίτιδα εξαπλώνεται έτσι στη γειτονιά μας, επειδή είμαστε Εβραίοι. Εξαιτίας των Εβραίων – αυτοί κάνανε το Γουϊκγουέικ το κέντρο της παράλυσης και γι’ αυτό οι Εβραίοι έπρεπε να απομονωθούν. Μερικοί είναι σαν να λένε ότι ο καλύτερος τρόπος να ξεφορτωθούμε την επιδημία της πολιομυελίτιδας είναι να κάψουμε ολόκληρο το Γουϊκγουέικ και τους Εβραίους του μαζί. Υπάρχει μεγάλη έχθρα, μ’ όλα αυτά τα τρελά που λένε οι άνθρωποι από τον φόβο τους. Από τον φόβο και το μίσος τους. Σ’ αυτή την πόλη γεννήθηκα, και τέτοιο πράγμα δεν το έχω ξαναζήσει. Λες και τα πάντα καταρρέουν παντού.»
Philip Roth, Νέμεσις, μετάφραση Κατερίνας Σχινά, Πόλις, Αθήνα, 2011, σ. 94-95 & 211.