Αρχοντούλα Διαβάτη
Το μερτικό μου απ΄ τη χαρά
Κάθονταν στα ψηλά σκαμπό στη στοά με τα μπουφάν τους φορεμένα. Μπροστά τους στη λαδόκολλα – όλα τα καλά του Θεού: μπιφτέκια, παντσέτες, λουκάνικα, πατάτες, καυτερές, φέτα λαδορίγανη, πικάντικη, κρεμμύδια με μικρά ίχνη μαϊντανού και από ένα τσίπουρο και κρασί στο καρτούτσο και σιγοέπιναν κάτω από τους ήχους ενός άκαιρου λάτιν , επετειακού ωστόσο, που χτυπούσε δυνατά κι αψυχολόγητα το στενό, τους ανθρώπους και τα πράγματα και γυρνούσε πίσω άπρακτο, κέφι δεν υπήρχε πουθενά, απουσίαζε εντελώς, κι ας ήταν κρεμασμένες μάσκες παντού, πιερότοι σερπαντίνες, και οι σερβιτόροι ας φορούσαν κι αυτοί αστραφτερά καπέλα γουέστερν, ή κόκκινα σατανικά κέρατα ο ψήστης πού έβγαινε κάθε τόσο και παρέδινε την καινούργια παραγγελία για τα γύρω τραπέζια. Κάθε τόσο έμπαιναν οι μελαχρινοί άνθρωποι ή μικρά παιδιά με ζουρνάδες, κλαρίνα και νταούλια, έπαιζαν για λίγο έναν παραδοσιακό σκοπό και τους άφηναν πάλι λεία στους δυνατούς ήχους του λάτιν να τους ξεκουφαίνουν, υπογραμμίζοντας την παγωνιά ένα γύρω. Λίγος κόσμος περνούσε. Κάτι συνταξιούχοι κοίταζαν έξω απ’ το υπαίθριο ρετσινάδικο, μπροστά, τις τιμές με τα κρεατικά στον πίνακα, ένα γύρω δυο τρεις τους θαμώνες, και συνέχιζαν το δρόμο τους στη στοά. Λαχειοπώλες έμπαιναν, έλεγαν μονότονα το μάθημά τους κι έφευγαν πάλι γι’ αλλού. Κι έτσι, όταν πέρασε ο άνθρωπος με το ακορντεόν γεμίζοντας το χώρο ένα γύρω με τους αισθαντικούς ήχους του «το μερτικό μου απ’ τη χαρά μού τό’ χουν πάρει άλλοι…», προετοίμασε σχεδόν την είσοδό της. Μια όμορφη Αφρικανή ήταν, που πέρασε αργά από μπροστά τους με το θεσπέσιο χαμόγελό της κρατώντας στα χέρια της για πώληση προφανώς κι επιδεικνύοντας τρία τέσσερα καρό κασκόλ μαϊμούδες, στο άλλο μπράτσο περασμένα ρολόγια χειρός κάθε λογής, μαϊμούδες μάλλον κι αυτά, χαμογελώντας πέρασε από μπροστά τους κι όπως στράφηκε να φύγει είδαν το μωρό της που της ζέσταινε μακάριο την πλάτη φασκιωμένο σ’ έναν αυτοσχέδιο μάλλινο μάρσιπο..
Πλήρωσαν και βγήκαν. Προς την έξοδο της στοάς, απ’ το Μπαζαγιάζι ακουγόταν στη διαπασών ένας ξετρελαμένος Βαμβακάρης- κράχτης, σχολιάζοντας την άδεια μας καρδιά.