Νίκος Ορφανίδης
Των γυναικών, ΛΒ΄
Των δυναστευομένων γυναικών. Των γυναικών του πόνου και της δοκιμασίας όλων των αιώνων.
Όλες εκείνες οι γυναίκες στον ξένο τόπο. Μόνες.
Η συντετριμμένη εκείνη γυναίκα, που υπέστη τα πάνδεινα από τους μαστρωπούς και επέστρεψε ερείπιο στην πατρίδα της.
Οι γυναίκες εκείνες που μπήκαν στα πλοία της μετανάστευσης, τα υπερωκεάνια της εποχής, κάτι σαπιοκάραβα, για Αυστραλία και Αμερική, στα δύσκολα εκείνα χρόνια μετά τον πόλεμο. Κι εκείνα τα γράμματα που έστελλαν στους δικούς τους. Γραμμένα με μολύβι.
Η γιαγιά εκείνη στην Αυστραλία που έφυγε παιδάκι για τα ξένα και δεν γύρισε ποτέ. Ετάφη στο κοιμητήριο της ξένης εκείνης πόλης με τα παράξενα ονόματα που ποτέ δεν έμαθε.
Οι γυναίκες στα εργοστάσια, πρωί και βράδυ. Χωρίς να μιλούν.
Η θεία εκείνη από τα Καλάβρυτα που έφτασε στα ξένα χωρίς να ξέρει μια λέξη για να συνεννοηθεί. Έτσι περνούσε εκείνα τα απογεύματα της Κυριακής κλαίοντας τα νιάτα της.
Τα παιδιά των μεταναστών στα σχολεία μας, χωρίς να ξέρουν Ελληνικά. Απλώς κοιτάζουν αμήχανα. Κι εκείνα τα κοριτσάκια με το αθώο βλέμμα.
Τα παιδιά που έφυγαν με ψαροκάικο, αφήνοντας πίσω τους τις βομβαρδισμένες πόλεις και τα χωριά τους.
Οι νύφες εκείνης της σκληρής ταινίας κι όσες πήγαν με μια φωτογραφία στα ξένα για να παντρευτούν.
Η μοίρα όλων των φτωχών και έρημων γυναικών. Και το μποστάνι εκείνο, η προίκα της Φραγκογιαννούς, στον Αη-Σώστη, που το κοιτούσε περίλυπη φεύγοντας.
Οι γυναίκες χωρίς προίκα. Που έμεναν άλλοτε μόνες.
Οι γυναίκες, που ξενοδουλεύοντας κρατούσαν το σπίτι τους.
Οι παλιές εκείνες ελληνικές ταινίες, δακρύβρεχτες, που είχαν όμως τη δική τους αλήθεια. Και οι γυναίκες σε εκείνους τους άθλιους συνοικισμούς.
Το κοριτσάκι της εισβολής που περιμένει ακόμα τον πατέρα του. Κι ας ξέρει πως δεν θα γυρίσει. Κι ας κοντεύει πια κι η ίδια τα πενήντα. Είκοσι χρόνια πιο μεγάλη απ’ τον πατέρα της.
[Απ’ το βιβλίο Των γυναικών. Αφηγηματικές και άλλες στιγμές, Ακτή, Λευκωσία 2015.]
Νίκος Ορφανίδης,
Ηλεκτρονικό περιοδικό Φρέαρ